Για ποια μνημόνια μιλάμε;
Από το 2010 και μετά, το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος δεν είναι να τιμήσει την υπογραφή του αλλά να την καθυβρίζει αναζητώντας τρόπους μη σεβασμού της.
Η προ Τσίπρα Ελλάδα διαπραγματευόταν την μην εφαρμογή αυτών που έπρεπε να εφαρμόσει και η σημερινή κυβέρνηση ζητά την πολιτική επισημοποίηση αυτής της μη εφαρμογής.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μετά από 34 χρόνια συμμετοχής στην ευρωπαϊκή οικογένεια, μόνον το 36%
του κοινοτικού κεκτημένου ισχύει στην Ελλάδα
Η ανάγνωση των μνημονίων που η Ελλάδα έχει υπογράψει και μέσω των οποίων τής δόθηκαν κάπου 300 δισεκατ. ευρώ για να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία, δεν είναι μία πολύ εύκολη υπόθεση.
Γίνεται δε εξαιρετικά δύσκολη αν ο αναγνώστης των σχετικών
κειμένων θελήσει να τα αντιπαραβάλει με άλλα κείμενα, όπως για παράδειγμα την
Συμφωνία εντάξεώς μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), την Συνθήκη
του Μάαστριχτ και πάει λέγοντας.
Εξαιρετικά επίπονη είναι, επίσης, η διαχρονική
αντιπαραβολή των μνημονίων με τις κατά καιρούς Εκθέσεις του Οργανισμού
Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση της ελληνικής
οικονομίας καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολιτεύσεως.
Ακόμα, έξοχο ενδιαφέρον παρουσιάζει σήμερα
το κείμενο των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κυκλοφόρησε το 1976 και
στο οποίο τονίζονταν με ιδιαίτερη έμφαση οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα ΔΕΝ
μπορούσε να γίνει μέλος της τότε ΕΟΚ.
Προσθέτουμε ότι, με κάποιο μικρό
«λίφτινγκ», το κείμενο αυτό δεν έχει σήμερα ούτε μία ρυτίδα.
Η δε ανάγνωσή του,
αν συνδυασθεί με τις εξελίξεις που ακολούθησαν, οδηγεί στο βάσιμο συμπέρασμα
ότι την εποχή εκείνη η Ελλάδα, με την σύμφωνη γνώμη της Γαλλίας και της
Γερμανίας, ήτοι των Χέλμουτ Σμιτ και Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, έγινε δεκτή στην
εννεαμελή τότε ευρωπαϊκή οικογένεια για πολιτικούς και μόνον λόγους.
Αυτοί που
τελικώς ενέδωσαν στην τότε επιχειρηματολογία του Κωνσταντίνου Καραμανλή έτρεφαν
την ελπίδα ότι το δέκατο μέλος της ΕΟΚ, πέφτοντας στα βαθιά νερά, θα μάθαινε
κολύμπι…
Τούτων λεχθέντων, μετά από πολύμηνες
αναγνώσεις, αντιπαραθέσεις, αναζητήσεις και σε βάθος αναλύσεις, ο υπογράφων
κατέληξε σε μία σειρά από διαπιστώσεις, η συρραφή των οποίων καταλήγει σε ένα
βασικό συμπέρασμα: αυτό της μεγάλης απάτης.
Συγκεκριμένα, από τις πολιτικές που
εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της χώρας τα 35 τελευταία χρόνια, καμία δεν
ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις τους.
Ειδικότερα, μετά το 1981 έως σήμερα μόνον
το 36% της κοινοτικής νομοθεσίας είναι μέρος της εσωτερικής εννόμου τάξεως –την
ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στην Σλοβακία, 11 χρόνια μετά την ένταξή της,
είναι 80%!
Τα ποσοστά αυτά από μόνα τους δείχνουν ότι ο Έλληνας πολίτης κάθε
άλλο παρά μέρος της Ευρώπης είναι.
Το γεγονός δε αυτό, γελωτοποιοί πολιτικοί το
εμφανίζουν ως «επίτευγμα». Δηλώνουν, έτσι, ότι η μη εφαρμογή κανόνων και ο μη
σεβασμός της υπογραφής αποτελεί «μαγκιά» και «ανεξάρτητη εθνική πολιτική»!
Ο
δε «πιο έξυπνος λαός του κόσμου», σε μεγάλο βαθμό επιδοκιμάζει την στέρηση
δικαιωμάτων του, που την θεωρεί «επιτυχή».
Όπως θα έγραφε και ο Χάρυ Φρανκφούρτ,
πρόκειται για το «άκρον άωτον της σαχλαμάρας», φαινόμενο που πλέον κατέχει
δεσπόζουσα θέση στην ζωή μας, αποτελώντας ταυτοχρόνως και μοναδικό εργαλείο
εξουσίας.
Ασφαλώς δε, στο επίπεδο αυτό παίζονται και πολιτικά παιχνίδια –όχι
πάντα συμβατά με την δημοκρατία. Για παράδειγμα, τα τελευταία πέντε έτη οι
Έλληνες είναι χωρισμένοι σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς», χωρίς ούτε
ένας να γνωρίζει τί περιέχουν τα επισήμως υπογραφέντα από τις κυβερνήσεις μας
μνημόνια.
Σπεύδουμε έτσι να υπογραμμίσουμε ότι, πολύ απλά, η εφαρμογή των
μνημονίων στην Ελλάδα –με εξαίρεση την κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου– είναι επί της
ουσίας νεκρό γράμμα.
Τα περισσότερα από τα οριζόντια μέτρα που
εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Γιώργου Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά είναι δικής τους
κοπής και όχι μνημονιακής.
Η δε εφαρμογή των μέτρων αυτών –στην οποία τεράστιες
είναι οι ευθύνες της περίφημης τρόικας– δεν είχε τελικό στόχο την εξυγίανση της
ελληνικής οικονομίας, αλλά την ΜΗ μεταρρύθμισή της.
Με διαφορετικά λόγια, στην
Ελλάδα εφαρμόστηκε μία ανελέητη πολιτική συντριβής του ιδιωτικού τομέα, για να
διασωθεί η πηγή της χρεοκοπίας της, που ήταν και είναι ο δημόσιος τομέας.
Αναφέρουμε, για παράδειγμα, ότι η κυβέρνηση
Γ.Παπανδρέου –που η ίδια είχε προτείνει το μνημόνιο που υπέγραψε– πίεσε αφόρητα
την τρόικα για να το παραβιάσει, με μοναδικό στόχο της να μην γίνουν απολύσεις
στο Δημόσιο!
Αντί να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες, που ήσαν εκτός ελέγχου, η
τότε κυβέρνηση επέλεξε την λύση της δραστικής μειώσεως της ζητήσεως, πλήττοντας
την ιδιωτική κατανάλωση και αυξάνοντας τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα.
Ο δε
απίθανος ισχυρισμός έναντι της τρόικας ήταν ότι… «οι άνεργοι θα βολευτούν στην
παραοικονομία»!
Μία άλλη απίστευτη δικαιολογία για να μην θίξει το Δημόσιο ήταν
ότι στον χώρο του υπήρχαν 2.820 κωδικοί μισθοδοσίας τους οποίους κανείς δεν
γνώριζε και άρα έπρεπε να κερδηθεί χρόνος έως ότου γίνουν γνωστοί!
Σήμερα, λοιπόν, στο πλαίσιο της μεγάλης
απάτης που παίζεται πολλά χρόνια τώρα εις βάρος της χώρας, αυτό που –πολύ
σωστά– διεκδίκησε η κυβέρνηση του κ. Αλέξη Τσίπρα από τους εταίρους-δανειστές
μας δεν είναι η κατάργηση των μνημονίων, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν
εφαρμόζονται, αλλά η επισημοποίηση της μη εφαρμογής τους.
Για όσους δεν
καταλαβαίνουν, όταν ο πρωθυπουργός ομιλεί για πολιτική λύση, στην ουσία ζητά η
Ελλάδα να είναι επισήμως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να μην τηρεί σχεδόν
τίποτα από τους κανονισμούς της και για την μη τήρησή τους να εισπράττει και
τις απαραίτητες προς τούτο επιδοτήσεις!
Με τέτοιους φίλους, τί να τους κάνει η
Ευρώπη τους εχθρούς;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου