Η παρωδία στην ποίηση του Σεφέρη
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης φωτίζει μια σχετικά αφανή διάσταση του έργου του νομπελίστα ποιητή
Ο Γιώργος Σεφέρης στο Θέατρο του Διονύσου το 1965
Γιώργος Παναγιωτίδης
Γιώργος Σεφέρης. Βίος και παρωδία
Εκδόσεις Γαβριηλίδης,
σελ. 211, τιμή 15,98 ευρώ
Εκεί όπου η σάτιρα τα βάζει με τα πράγματα καθεαυτά, η παρωδία στρέφει τα βέλη της στην έκφρασή τους, στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται στον κόσμο και στα σημεία μέσω των οποίων όχι μόνο διεκδικούν αλλά και νομιμοποιούν την παρουσία τους. Και εκεί όπου η σάτιρα απολαμβάνει την τέχνη της, νιώθει υπερήφανη για τα παραμορφωτικά της επιτεύγματα και δεν διστάζει να δείξει παντού τις κατακτήσεις της, διατρανώνοντας την αρνητική της στάση, η παρωδία νοιάζεται μόνο για το πώς θα ανασυντάξει άρδην το λογοτεχνικό της πρότυπο. Η παρωδία μπορεί να αποδειχθεί ένα ισχυρό μέσον αμφισβήτησης των λογοτεχνικών πατέρων και να εξελιχθεί σε ένα περίτεχνο παιχνίδι με τις μορφές. Σημειωτέον ότι μολονότι η παρωδία τοποθετείται με προφανή ειρωνεία απέναντι στις πηγές της, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι κατ' ανάγκην εις βάρος τους. Χωρίς να νοσταλγεί ή να αποθεώνει το λογοτεχνικό παρελθόν και τα κυρίαρχα παραδείγματά του, η παρωδία είναι πιθανόν να μην επιθυμεί την αποκαθήλωση και την καταστροφή του αλλά να δοκιμάζει απλώς τη μετάταξη των σημασιών του σε ένα καινούργιο πλαίσιο, στο πλαίσιο της εποχής και του τόπου της. Οπως κι αν το δούμε, οι θεωρητικοί έχουν δίκιο: παρά τη μακρά προϊστορία της, η παρωδία απέκτησε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα μια καινούργια και όλως τιμητική θέση στη συνείδηση της λογοτεχνίας, θέση που δεν είναι άσχετη με τις διαρκείς επανεντάξεις τις οποίες επιχειρεί από το δικό του μετερίζι ο μεταμοντερνισμός.
Γιώργος Σεφέρης. Βίος και παρωδία
Εκδόσεις Γαβριηλίδης,
σελ. 211, τιμή 15,98 ευρώ
Εκεί όπου η σάτιρα τα βάζει με τα πράγματα καθεαυτά, η παρωδία στρέφει τα βέλη της στην έκφρασή τους, στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται στον κόσμο και στα σημεία μέσω των οποίων όχι μόνο διεκδικούν αλλά και νομιμοποιούν την παρουσία τους. Και εκεί όπου η σάτιρα απολαμβάνει την τέχνη της, νιώθει υπερήφανη για τα παραμορφωτικά της επιτεύγματα και δεν διστάζει να δείξει παντού τις κατακτήσεις της, διατρανώνοντας την αρνητική της στάση, η παρωδία νοιάζεται μόνο για το πώς θα ανασυντάξει άρδην το λογοτεχνικό της πρότυπο. Η παρωδία μπορεί να αποδειχθεί ένα ισχυρό μέσον αμφισβήτησης των λογοτεχνικών πατέρων και να εξελιχθεί σε ένα περίτεχνο παιχνίδι με τις μορφές. Σημειωτέον ότι μολονότι η παρωδία τοποθετείται με προφανή ειρωνεία απέναντι στις πηγές της, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι κατ' ανάγκην εις βάρος τους. Χωρίς να νοσταλγεί ή να αποθεώνει το λογοτεχνικό παρελθόν και τα κυρίαρχα παραδείγματά του, η παρωδία είναι πιθανόν να μην επιθυμεί την αποκαθήλωση και την καταστροφή του αλλά να δοκιμάζει απλώς τη μετάταξη των σημασιών του σε ένα καινούργιο πλαίσιο, στο πλαίσιο της εποχής και του τόπου της. Οπως κι αν το δούμε, οι θεωρητικοί έχουν δίκιο: παρά τη μακρά προϊστορία της, η παρωδία απέκτησε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα μια καινούργια και όλως τιμητική θέση στη συνείδηση της λογοτεχνίας, θέση που δεν είναι άσχετη με τις διαρκείς επανεντάξεις τις οποίες επιχειρεί από το δικό του μετερίζι ο μεταμοντερνισμός.
Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, που έχει στο ενεργητικό του ένα βραβευμένο μυθιστόρημα και πέντε ποιητικές συλλογές, καταπιάνεται με την παρωδία όχι για να τη διερευνήσει θεωρητικά (αν και η θεωρία ουδόλως απουσιάζει από τη δουλειά του), αλλά για να φωτίσει μια σχετικά αφανή διάσταση της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης, βέβαια, δεν ήταν μεταμοντέρνος. Εζησε στην καρδιά του μοντερνισμού, ο συνεχής όμως διάλογός του με την παράδοση τον βοήθησε να βρει εκεί τα όπλα για να γράψει παρωδίες και λιμερίκια, όπως τα ονόμαζε ο ίδιος. Το limerick προέρχεται από την αγγλική λογοτεχνία (προηγήθηκε ο Θωμάς Ακινάτης) και τον Edward Lear, που έγραψε λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα nonsense πεντάστιχα αλλά και παιδικά ποιήματα. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την άσεμνη προφορική ποίηση που ακουγόταν τα βράδια σε κέντρα διασκέδασης και μπιραρίες της Βρετανίας, περνώντας γενεές δεκατέσσερις δικαίους και αδίκους. Ο Σεφέρης έγραψε απ' όλα -άσεμνα (τα εντεψίζικα), nonsense και παιδικά ποιήματα - αποκαλύπτοντας μιαν εντυπωσιακά άλλη πλευρά του εαυτού του.
Πώς ένας ποιητής που ξεκίνησε από τον Βαλερί και κατέληξε στον Ελιοτ, που ανακάλυψε στην ελλειπτική γλώσσα του απογυμνωμένου δράματος ένα μέσον για να εικονογραφήσει το βουλιαγμένο του σύμπαν, που έβγαλε από το σκοτάδι τους παραστρατημένους εταίρους της Οδύσσειας του Ομήρου για να τους μεταμορφώσει σε μελαγχολικούς αντιήρωες, που τραγούδησε το ελληνικό τοπίο με νότες θανάτου, που αντέτεινε στον μετρικό καταναγκασμό την υποβλητική λειτουργία μιας υπόγειας μουσικής, που μίλησε για τη φθορά του έθνους, για τη διάβρωση της ύπαρξης και για τη φενάκη του λόγου (ο Παναγιωτίδης τα εξηγεί όλα αυτά πολύ καλά), πώς, άραγε, ένας τέτοιος ποιητής γοητεύτηκε από στίχους δίχως νόημα και από παιδικές όπερες; Μα, κατά πάσα πιθανότητα, ακριβώς εξαιτίας μιας τέτοιας ιδιοσυγκρασίας στράφηκε ο Σεφέρης προς την έξοδο της ανατροπής, του σαρκασμού και του παραλόγου, επιφυλάσσοντας στην ποίησή του μιαν εμπνευσμένη διχοστασία αλλά και μια λυτρωτική εσωτερική ισορροπία. Και δεν πρόκειται μόνο για τον στιχουργό των limericks αλλά και για τον παρωδό της ελληνικής λογοτεχνίας που θα απευθύνει νεύμα στον Παλαμά, στον Καβάφη και στον Γρυπάρη, που θα αποδιαρθρώσει τον Κάλβο και θα λοιδορήσει τον Παπατσώνη, που θα φτάσει μέχρι την αυτοπαρωδία και την παρωδία της παρωδίας.
Χαράσσοντας μια γραμμή σαν κι αυτήν ο Σεφέρης θα ανοίξει τον δρόμο και στο να παρωδηθεί με τη σειρά του από άλλους. Και εδώ ο Παναγιωτίδης θα παραλάβει ως ποιητής με κέφι τη σκυτάλη, ανακινώντας σεφερικά μοτίβα και σεφερικούς τρόπους, άλλοτε για να περιπαίξει, να υπονομεύσει και να αποσυντονίσει την πηγή του και άλλοτε για να παραδώσει ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής (την έχει μελετήσει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας) επάνω στις μεθόδους της παρωδίας. Αξιος σε κάθε περίπτωση ο πειραματισμός του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου