Ο ΟΡΟΣ «ιερές αγελάδες» αποτελεί
διαχρονικό συμβολισμό για να καταδείξει τη φυσική ικανότητα των
συγκεκριμένων ζώων να παράγουν άφθονα προϊόντα απαραίτητα για τη
διαβίωση των ανθρώπων, χωρίς να ζητούν τίποτα. Τον ίδιο τίτλο φέρουν
στην Ελλάδα (και αλλού) ορισμένες, υπό δημόσιο έλεγχο, εταιρείες με
μονοπωλιακή θέση στην αγορά, κατάσταση η οποία τους επιτρέπει να
παράγουν άφθονο χρήμα και να το προσφέρουν πρώτα στις διορισμένες
διοικήσεις, μετά στους προμηθευτές και στην «τέταρτη εξουσία» (δηλαδή
στα μέσα ενημέρωσης και «προπαγάνδας») και τέλος στους εργαζομένους.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι τουλάχιστον η ΔΕΗ και ο ΟΠΑΠ,
εταιρείες που ήρθαν στην επικαιρότητα λόγω των μεγάλων συμβάσεων που
υπέγραψαν πρόσφατα (1,4 δισ. η ΔΕΗ με τη ΓΕΚ-Τέρνα και περί τα 200 εκατ.
ευρώ ο ΟΠΑΠ με την Intralot) και της δικαστικής έρευνας που διεξάγεται
για παλιότερες συμβάσεις. Επίσης, γύρω από αυτές τις επιχειρήσεις και
όσες είναι προς πώληση από το Δημόσιο, παίζεται ένας πρωτόγνωρος
επιχειρηματικός πόλεμος, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες
έχουν κάνει πλούσιους διάφορους «managers», που δεν τους ήξερε ούτε η
μάνα τους, όπως λένε κάποιες κακές γλώσσες, αρκετούς
επιχειρηματίες-προμηθευτές, πολλούς δημοσιογράφους και, βεβαίως,
εργαζομένους, οι οποίοι απολαμβάνουν συχνά αδικαιολόγητα υψηλές αμοιβές.
Οι περισσότεροι όχι γιατί είναι ειδικοί και το αξίζουν, αλλά γιατί
προέρχονται από κάποια κομματική ή κυβερνητική μήτρα.
Από το διοικητικό συμβούλιο αυτών των εταιρειών (και άλλων με τα
ίδια χαρακτηριστικά) έχουν περάσει όλοι αυτοί οι κομματικοί γίγαντες
που σώζουν διαχρονικά την Ελλάδα και δίνουν συμβουλές για αξιοκρατία,
νοικοκύρεμα, δικαιοσύνη κ.λπ. Ολοι αυτοί, του κομματικού μηχανισμού, που
πρεσβεύουν στα λόγια μια καλύτερη, δικαιότερη κοινωνία.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι από το δ.σ. της ΟΠΑΠ Α.Ε. έχει
περάσει μέχρι ο σύμβουλος του σημερινού πρωθυπουργού, Χρήστος Μουρούτης,
ο οποίος «τουιτάρει» για όλους τους άλλους που τρώνε από το Δημόσιο,
όχι όμως για τον εαυτό του. Αλλη διαφορετική περίπτωση είναι οι
εργατοπατέρες, που συμμετέχουν στα διοικητικά συμβούλια υπό κρατικό
έλεγχο εταιρειών και κόπτονται μόνο για το προσωπικό και συντεχνιακό
τους συμφέρον και όχι για το συμφέρον όλων των εργαζομένων και της
κοινωνίας. Αλήθεια, ποια είναι η θέση τους στα εταιρικά σκάνδαλα;
Αυτές λοιπόν οι δύο εταιρείες που βρίσκονται σε τροχιά
ιδιωτικοποίησης έχουν ανεβάσει στο ζενίθ το ενδιαφέρον και την αγωνία
επιχειρηματικών συμφερόντων που είτε έχουν ήδη συμφέροντα είτε
διεκδικούν.
ΟΠΑΠ
Η κότα με τα χρυσά αβγά
Ο ΟΠΑΠ είναι μια
εταιρεία στοιχηματισμού. Δεν απευθύνεται σε κάποια βασική ανάγκη του
ανθρώπου, αλλά στην ψυχαγωγία του. Από αυτή τη δραστηριότητα και λόγω
της μονοπωλιακής του θέσης έχει συγκεντρώσει έσοδα 43 δισεκατομμυρίων
ευρώ την τελευταία 10ετία σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς.
Αυτόν τον τζίρο, η σημασία του οποίου έχει πολλές φορές
μεγαλύτερη αξία από την καθαυτό κερδοφορία, θα τον διαχειριστεί όποιος
αγοράσει το 34% των μετοχών του ΟΠΑΠ που πουλάει το ελληνικό Δημόσιο
(μέσω του Ταμείου Αποκρατικοποίησης).
Ο αγοραστής θα «βάλει χέρι» -κατά το μερίδιό του 34%- και στα
κέρδη τα οποία θα υποχωρήσουν (λόγω της επιβολής φόρου 30% επί των
μεικτών εσόδων) από τα 5,2 δις. ευρώ που έκανε την προηγούμενη δεκαετία
2003-2012 σε περίπου 3,16 δισ. ευρώ με βάση τις εκτιμήσεις της διοίκησης
για την επόμενη δεκαετία 2013-2022.
Τα προνόμια βέβαια δεν εξαντλούνται μόνο στον αγοραστή. Είναι
άφθονα και για τους προμηθευτές. Βασικότερος όλων -εάν εξαιρεθούν η
απόδοση των κερδών στους παίκτες (αντιστοιχεί στο 70% επί του τζίρου)
και οι προμήθειες των πρακτόρων (8,4% επί του τζίρου)- είναι ο
τεχνολογικός πάροχος. Ρόλο που έχει για πάνω από μια δεκαετία η
εισηγμένη εταιρεία Intralot, με βασικό μέτοχο τον Σωκράτη Κόκκαλη.
Η υφιστάμενη σύμβαση αφήνει στην εταιρεία περί τα 57 εκατ.
ετησίως, ενώ η νέα, αυτή που υπογράφτηκε στις αρχές Μαρτίου 2013, θα
αφήνει κάτι λιγότερο από 50 εκατ. ευρώ για τα επόμενα πέντε χρόνια. Από
εκεί και πέρα υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία «προμηθευτών» που
περιλαμβάνει διαφημίσεις-χορηγίες-δωρεές. Το κονδύλι γι' αυτή την
κατηγορία ήταν στην κορύφωσή του, το 2008, στα 160 εκατομμύρια ευρώ
ετησίως. Το 2009 ανέβηκε εκτάκτως στα περίπου 210 εκατ. ευρώ, λόγω
έκτακτης παροχής 50 εκατ. ευρώ για τα «καμένα» του Νομού Ηλείας. Από
τότε ακολουθεί πτωτική τροχιά, για να διαμορφωθεί στα 108 εκατ. ευρώ το
2012. Το κονδύλι αυτό βαίνει μειούμενο και οριοθετείται στα 60 εκατ.
ευρώ το 2015, σύμφωνα με το business plan που έδωσε η διοίκηση του ΟΠΑΠ
στη δημοσιότητα.
Ο ΟΠΑΠ επίσης προμηθεύεται χαρτί από Ελλάδα και Τουρκία και
τυπώνει τα δελτία στοιχήματος σε διάφορα τυπογραφεία. Την προηγούμενη
δεκαετία βασικοί προμηθευτές σε αυτό το κομμάτι ήταν η Inform Lykos και η
Τυποεκδοτική Α.Ε. Τέλος, ένα σημαντικό κονδύλι απορροφά το κτήριο το
οποίο στεγάζει τις υπηρεσίες του ΟΠΑΠ και ανήκει στην οικογένεια
Συγγελίδη (αντιπορσωπείες αυτοκινήτων Citroen κ.λπ.). Πριν από δύο
χρόνια η διοίκηση Σπανουδάκη είχε προκηρύξει διαγωνισμό, διότι το
ενοίκιο ήταν ακριβό, αλλά ο διαγωνισμός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί ο
ιδιοκτήτης έριξε το ενοίκιο. Νέο πεδίο δόξης λαμπρόν για τους
προμηθευτές του ΟΠΑΠ αποτελούν οι ανάγκες σε εξοπλισμό για την επέκταση
στο Ιντερνετ και για την προμήθεια-λειτουργία-συντήρηση των 30.000
παιγνιομηχανημάτων VLT's .
ΔΕΗ
Δουλειές με φούντες για προμηθευτές
Η ΔΕΗ, σε αντίθεση με
τον ΟΠΑΠ, παράγει ένα «κοινωνικό αγαθό» (σ.σ. όπως παλαιότερα έλεγαν για
το ηλεκτρικό ρεύμα). Το αγαθό αυτό έγινε εμπόρευμα, το οποίο η ΔΕΗ
ενίοτε «έκοβε» όταν οι πελάτες της δεν πλήρωναν την έκτακτη εισφορά που
επέβαλε η κυβέρνηση στους κατοίκους που έχουν την πολυτέλεια να έχουν
ακίνητο.
Από αυτό το «πρώην» κοινωνικό αγαθό (ηλεκτρικό ρεύμα) η ΔΕΗ
έχει σταθερά έσοδα -γιατί παραμένει μονοπώλιο στην πράξη- που φθάνουν τα
51 δισεκατομμύρια ευρώ την τελευταία δεκαετία (2003-2012). Σε αντίθεση
με τον ΟΠΑΠ, η κερδοφορία της ΔΕΗ είναι μικρότερη (1,98 δισ. ευρώ ή
3,86% επί του τζίρου στη δεκαετία 2002-2013), διότι η δραστηριότητά της
χρειάζεται μεγάλες επενδύσεις. Ακριβώς σε αυτές τις επενδύσεις
συγκεντρώνονται αρκετές δουλειές για τους προμηθευτές της ΔΕΗ. Υπάρχουν
βέβαια και οι λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης που επικεντρώνονται
στο καύσιμο που χρησιμοποιεί, δηλαδή σε λιγνίτη, πετρέλαιο και φυσικό
αέριο για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου