Το βαρύ τίμημα του ΟΧΙ του ΑΝΤΙ και του ΕΞΩ Νο 2
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο κόσμος «μοιράστηκε» με τη
Συμφωνία της Γιάλτας. Ομως και σήμερα βρισκόμαστε υπό το καθεστώς μιας
νέας συμφωνίας για την αρχιτεκτονική ασφαλείας του κόσμου, μιας «νέας
Γιάλτας», γράφει ο Γιώργος Μαλούχος στο Βήμα. Εξηγεί ότι η Ελλάδα ανήκει
σαφώς σήμερα στη γερμανική οικονομική σφαίρα ενώ η Ουάσιγκτον τήρησε
μία εκκωφαντική σιωπή ως προς το ζήτημα της Κύπρου.
Γράφει ο Γιώργος Μαλούχος:
Με την υπόθεση της Κύπρου η Γερμανία κέρδισε μία ακόμα μάχη στην πορεία της προς την γερμανική «πολιτική» Ευρώπη που είναι και ο τελικός, επίσημα διακηρυγμένος στόχος της. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι θα κερδίσει τελικά και τον πόλεμο, ο οποίος, ουσιαστικά, ακόμα, δεν έχει καν ξεκινήσει. Ο δρόμος του Βερολίνου καθίσταται πλέον εφιαλτικός για όλο και περισσότερους λαούς ενώ το νέο γερμανικό μαξιμαλιστικό όραμα αγνοεί παντελώς τη γεωπολιτική ισορροπία, την κοινωνική και πολιτική ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπως και την ιστορία άλλων δύο εγχειρημάτων γερμανικού ηγεμονισμού που κι εκείνα για καιρό έμοιαζαν να επικρατούν πριν τελικά καταβαραθρωθούν φέρνοντας μαζί τους το χάος.
...
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο ο κόσμος «μοιράστηκε» με τη Συμφωνία της Γιάλτας. Όμως, από τότε έχουν αλλάξει πολλά αν όχι περίπου τα πάντα: το ψυχροπολεμικό δίλλημα «ελευθερία ή κουμουνισμός» δεν υπάρχει εδώ και καιρό, ενώ, τώρα, η Γερμανία δεν είναι πια η «ηττημένη», αλλά, μέσα από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη αναδύεται ταχύτατα ως η μεγάλη νικήτρια ευρωπαϊκή δύναμη – εξέλιξη που λόγω της άκρατης γερμανικής επιθετικότητας δεν θα αντέξει στο χρόνο, αλλά που αυτή τη στιγμή πάντως συμβαίνει.
Τι γίνεται όμως με το νέο διεθνή καταμερισμό ισχύος που ασφαλώς έχει καταστεί και πάλι το μείζον, αν και ακόμα άδηλο, διεθνές ζήτημα από την ώρα που επιστρέψαμε εκ νέου στην κυριαρχία των εθνικών πολιτικών και στην ουσιαστική πτώση του κοινού ευρωπαικού οράματος που μετεξελίχθηκε σε μονομερή άσκηση γερμανικής βίας και έτσι πλέον προσλαμβάνεται;
«Νεομεσοπόλεμος» στην Ευρώπη, Ιράν και Συρία
Όλα δείχνουν λοιπόν πλέον ότι διαμορφώνεται ένας «νεομεσοπολεμικός» κόσμος. Ότι βρισκόμαστε ήδη υπό το μιας νέας συμφωνίας για την αρχιτεκτονική ασφαλείας του κόσμου, μιας «νέας Γιάλτας». Αλλά με μία κρίσιμη διαφορά που θυμίζει περισσότερο τον μεσοπολεμικό παρά τον μεταπολεμικό κόσμο: ότι τα οριστικά πραγματικά δεδομένα δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί σε επίπεδο ζωνών επιρροής των δυνάμεων, καθώς, μεταξύ άλλων, σημειώνεται και μία πρωτοφανής ιδιαιτερότητα: η επιρροή σε επίπεδο οικονομικής ισχύος να μην αντιστοιχίζεται πια με στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ. Λ.χ., η Ελλάδα ανήκει σαφώς σήμερα στη γερμανική οικονομική σφαίρα. Όμως, τι γίνεται με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας; Αφορά άραγε λιγότερο τους Αμερικανούς από ότι τους Γερμανούς;
Την ώρα που η ευρωζώνη ζει τις αναταράξεις της, η κατάσταση στη Συρία έχει καταστεί οριακή, όπως και στο Ιράν, για το οποίο η αμερικανική πλευρά εκτιμά ότι «πέρασε την κόκκινη γραμμή» για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Τα δύο αυτά δεδομένα, οδηγούν σαφώς τις ΗΠΑ στο κλείσιμο των εστιών έντασης που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη Δύση στο άμεσα ορατό ενδεχόμενο σύγκρουσης. Ετσι, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, την ώρα που η Κύπρος κυριολεκτικά έβραζε μέσα στο καζάνι μιας γεωπολιτικής τάξεως αναμόχλευσης των ισορροπιών Γερμανίας και Ρωσίας επί του κυπριακού ζητήματος, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα βρισκόταν, γεωγραφικά τουλάχιστον, πολύ κοντά στην Κύπρο: ολοκλήρωνε την πρώτη του προεδρική επίσκεψη στο Ισραήλ. Η κατάληξη της επίσκεψης ήταν απροσδόκητη: οδήγησε, έπειτα από τρία ολόκληρα χρόνια, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου να ζητήσει τελικά συγνώμη από την Τουρκία για το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, όταν από ισραηλινά πυρά έπεφταν νεκροί εννέα Τούρκοι που επέβαιναν στο πλοίο προς την αποκλεισμένη από τους Ισραηλινούς Γάζα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι λίγες μόλις ημέρες πριν, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν είχε εξαπολύσει μία πρωτοφανή επίθεση κατά των ισραηλινών. Μέσα σε λίγες ώρες, στο Ισραήλ είχαν αρχίσει να ακούγονται οι πρώτες φωνές για την ανάγκη συνεργασίας με την Αγκυρα στο ζήτημα του φυσικού αερίου, όπως εκείνη του Αλόν Λιέλ, πρώην υπουργού Εξωτερικών της χώρας.
Υπό «κανονικές συνθήκες», η εξέλιξη αυτή θα είχε προκαλέσει μεγάλα ερωτηματικά στην Κύπρο που έχει στενή συνεργασία με το Ισραήλ σε θέματα ενέργειας και ασφάλειας, αλλά και στην Ελλάδα, που το ζήτημα την αφορά επίσης πολλαπλά, όχι μόνον έμμεσα, λόγω Κύπρου, αλλά και άμεσα, λόγω των κοιτασμάτων στην ελληνική ΑΟΖ. Πάντως, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μετά όμως από όλες αυτές τις εξελίξεις, επικοινώνησε με τον Ισραηλινό ομόλογό του και συναποφάσισαν την επιτάχυνση του διακυβερνητικού συμβουλίου Ελλάδας – Ισραήλ, κάτι στο οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε εργαστεί πολύ περισσότερο, πολύ νωρίτερα.
Η Κύπρος βράζει: χρεοκοπία και συνεκμετάλλευση
Όμως, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, οι συνθήκες κάθε άλλο παρά «κανονικές» ήταν: η Κύπρος ζούσε την πιο δύσκολη στιγμή της ιστορίας της μετά τον Αττίλα, ενώ η Ελλάδα έτρεμε το ενδεχόμενο της μετάδοσης της κρίσης αυτής όχι μόνον σε τραπεζικό επίπεδο, αλλά και ως προς την επίδρασή της στην ελληνική πολιτική και ίσως κοινωνική πραγματικότητα: ουσιαστικά, Αθήνα και Λευκωσία, βρέθηκαν όλες τις προηγούμενες ημέρες που ακολούθησαν το «όχι» της κυπριακής Βουλής στο Eurogroup πιο «μακριά» από ποτέ στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το θρίλερ της κυπριακής «διάσωσης» οδήγησε τα χαράματα της Δευτέρας 25 Μαρτίου στη συμφωνία του Eurogroup με την οποία η Κύπρος δεχόταν τελικά όλα όσα η Γερμανία και η τρόικα της επέβαλαν, με όρους ακόμα σκληρότερους από εκείνους που πριν από περίπου μία εβδομάδα είχε απορρίψει η κυπριακή βουλή.
Ολες εκείνες τις κρίσιμες για την Κύπρο ημέρες, η Ουάσιγκτον τήρησε μία εκκωφαντική σιωπή ως προς το ζήτημα. Γιατί όχι άλλωστε; Ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία φαίνεται ότι επιχείρησαν ορατά τουλάχιστον, να συνομιλήσουν σε βάθος με τους Αμερικανούς γι αυτό – τις τελευταίες μόνο ώρες πριν την εκπνοή του πρώτου γερμανικού τελεσιγράφου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι φέρεται σε τηλεφωνική συνομιλία με τον πρόεδρο της Κύπρου Ν. Αναστασιάδη να είχε αναφερθεί σε ενδεχόμενο αμερικανικής παρέμβασης για τις υπό πτώχευση τράπεζες.
Είναι άγνωστο αν και κατά πόσο υπήρξε πραγματικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τις εξελίξεις που, μεταξύ άλλων, έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό και με την ενέργεια, είτε αυτή έπεφτε πια στα χέρια της Γερμανίας με παραμονή της Κύπρου στο ευρώ, είτε, στο ενδεχόμενο εξόδου, έπεφτε στα χέρια της Ρωσίας. Τότε, μία πολύ σημαντική παράμετρος φάνηκε στον ορίζοντα: το ορατό ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να στηρίξουν τελικά την τουρκική άποψη για την κυπριακή ΑΟΖ και περί συνεκμετάλλευσης με τους τουρκοκύπριους, κάτι που δεν είχαν κάνει μέχρι τώρα. Αυτή εμφανίζεται ως η κύρια «παρενέργεια» για την Ελλάδα και την Κύπρο από το νέο μέτωπο που διαμορφώνεται εν όψει του Ιράν
. Πάντως, η μακροσκοπική εικόνα είναι ότι, δυστυχώς, η Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια, φρόντισε με πολλούς τρόπους συστηματικά να ψυχράνει επί της ουσίας, για να μην πει κανείς σχεδόν να «παγώσει», τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, έρμαιη ενός αντιαμερικανισμού που ακόμα ζει και βασιλεύει άκριτα πολλές δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο ευθέως εις βάρος των ζωτικών συμφερόντων της χώρας και διαπερνώντας οριζόντια το πολιτικό της φάσμα.
Η Ρωσία αναγνωρίζει τη Γερμανία ως μεγάλη δύναμη
Εν τω μεταξύ, λίγες ώρες πριν την αναχώρηση Ομπάμα από το Ισραήλ και μετά από τη συνάντηση κορυφής Ε.Ε. - Ρωσίας, η Μόσχα είχε πρακτικά αδειάσει την δραματικά προσφεύγουσα στο Κρεμλίνο Κύπρο, που ανύμπορη και πανικόβλητη έτρεχε τώρα πίσω στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, υπό συνθήκες πολύ χειρότερες από εκείνες επί των οποίων είχε ξεκινήσει τη «διαπραγμάτευση» μαζί τους. Αν και προγραμματισμένη πριν από το ξέσπασμα της κυπριακής κρίσης συνάντηση κορυφής μεταξύ «Ευρώπης» (επί της ουσίας Γερμανιας) και Ρωσίας, αυτή τελικά μονοπωλήθηκε από το ζήτημα της Κύπρου. Όμως, η ιστορικά αστήρικτη, λογικά ατελής και, κυρίως, πάντοτε στην πράξη διαψευσθείσα δοξασία για το «Μόσκοβο» που για αιώνες στοιχειώνει τη φαντασία πολλών και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ξέμεινε, όπως ήταν φυσικό, και πάλι στο πεδίο της φαντασίωσης: το «ξανθό γένος του βορρά», δεν κατέβηκε τελικά καβάλα στα... λιαρ τζετ για να «σώσει» κανέναν, όπως δεν κατέβηκε άλλωστε ούτε το 1974, την ώρα που η Κύπρος δεχόταν την εισβολή του Αττίλα. Ηταν απόλυτα αναμενόμενο: γι αυτή την περιοχή του κόσμου οι Ρώσοι ουδέποτε μπήκαν πραγματικά «στα χωράφια» των άλλων μεγάλων παικτών, από την εποχή των «Ορλοφικών», μέχρι σήμερα – για να μην ξεχάσει κανείς και τον φοβερό Εμφύλιο πόλεμο που υποδαύλισε η ΕΣΣΔ του Στάλιν στην Ελλάδα, την ώρα που η τότε νέα αρχιτεκτονική δομή ασφαλείας του κόσμου είχε ήδη καθοριστεί Αντιθέτως, η Μόσχα όχι απλώς έκανε τώρα εκείνο που είχε λίγο πριν δηλώσει ο Ρώσος πρωθυπουργός Μεντβέντεφ, ότι δηλαδή «η Ρωσία δεν θα χαλάσει τις σχέσεις της με την Ε.Ε. για την Κύπρο», στέλνοντας άπραγο πίσω στη Λευκωσία τον Κύπριο υπουργό Οικονομικών Σαρρή, αλλά, επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, οι Ρώσοι φαίνεται ότι ζήτησαν και πήραν τη συναίνεση των Γερμανών για την εμπλοκή τους στο επίπεδο επενδύσεων στην ενέργεια στην Ελλάδα μέσω της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ – ο πρόεδρος της Γκαζπρομ Μίλερ, ερχόταν, εκείνη τη στιγμή, για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα ημέρες στην Αθήνα, γεγονός που σίγουρα δεν θα έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στις ΗΠΑ, κάτι που, όσο κι αν δεν το αντιλαμβανόταν η ίδια, περισσότερο από ποτέ το είχε τώρα ανάγκη
. Μένει πλέον να φανεί αν μετά το «κούρεμα» των ρωσικών καταθέσεων στην Κύπρο, «κούρεμα» πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του αρχικού σχεδίου, η Ρωσία με κάποιο τρόπο θα αντιδράσει, και πόσο, ή αν αυτό το ζήτημα είχε «τακτοποιηθεί» οριστικά στη «σύνοδο κορυφής» Ρωσίας – Ε.Ε. την Πέμπτη. Αν δεν αντιδράσει το μέγεθος της ανταπόδοσης θα έχει υπάρξει μεγάλο.
Μια νέα Γιάλτα: τρεις μέρες που θα αλλάξουν τον κόσμο;
Κι έτσι, τελικά, μέσα σε λίγες ώρες, πολλά κομμάτια από το παράξενο αυτό παζλ αναδιατάχθηκαν και άρχισε να γίνεται φανερό ότι κάτι μεγάλο ίσως να εγκυμονείται. Τόσο μεγάλο, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και μία «νέα Γιάλτα», ενόψει τόσο της μανίας της Γερμανίας να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και την πιο πρόσφατη φάση αυτής της πορείας με τα γεγονότα της Κύπρου, όσο και των νέων μετώπων για τις ΗΠΑ, όπως η από κοινού επίλυση του ζητήματος της Συρίας από τις μεγάλες δυνάμεις, ή η προετοιμασία για σύγκρουση Αμερικανών και Ισραηλινών με το Ιράν. Αλλωστε, στην επίσκεψή του στο Ισραήλ, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έκλεισε μόνον το μέτωπο Τουρκίας – Ισραήλ, αλλά και έκανε ένα πολύ μεγάλο βήμα μπροστά στο ζήτημα του Παλαιστινιακού κράτους επισκεπτόμενος και τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπας - κάτι που αντίστοιχό του δεν είχε γίνει ξανά. Ταυτόχρονα, το PKK, ανακοίνωνε κατάπαυση του πυρός: ήταν λοιπόν προφανές ότι οι ΗΠΑ είχαν πλέον λάβει την απόφαση να στηρίξουν την Τουρκία ενόψει μεγάλων μεταβολών στη Συρία ή στο Ιράν – άλλωστε ο ίδιος ο Νετανιάχου αναφέρθηκε στο ζήτημα της Συρίας ως κύρια αιτία που τον οδήγησε σε αυτή την απροσδόκητη «συγγνώμη».
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι τις δραματικές τρεις αυτές ημέρες, ένας νέος διεθνής γεωπολιτικός καταμερισμός πρόβαλε πια στον ορίζοντα: ένας κόσμος στον οποίο οι ΗΠΑ διαμορφώνουν μια νέα διεθνή ισορροπία μπροστά σε αναμονή μεγάλων εξελίξεων και ένας κόσμος που η Γερμανία είχε ξεφύγει πια από το επίπεδο της ισχυρής οικονομικά χώρας της ευρωζώνης και είχε ανέλθει στο status της μεγάλης δύναμης η οποία συνομιλεί ως «Ευρώπη» με τη Ρωσία για θέματα όχι γερμανικά αλλά ευρωπαϊκά και με την Ουάσιγκτον να της αναγνωρίζει σιωπηρά και τη Μόσχα να της αναγνωρίζει έμπρακτα αυτό το status.
Είναι όμως ασαφή ακόμα μια σειρά από πολύ σημαντικά ζητήματα: οι ΗΠΑ θα «καλύψουν», και, αν ναι, σε ποιο βαθμό, πολιτικά τις τουρκικές απαιτήσεις στο Αιγαίο στα πλαίσια αυτής της νέας ισορροπίας; Η Ελλάδα θεωρείται πλέον «γερμανικός χώρος» από την Ουάσιγκτον, ή παραμένει και «συνομιλητής» των Αμερικανών και των Ισραηλινών στα σχετικά ζητήματα, στο βαθμό που την αφορούν, ή όλες τους οι αποφάσεις για την περιοχή θα παρθούν, τελικά, ερήμην της; Και τι μπορεί να κάνει γι αυτό;
Περιπλοκές και αντιφάσεις: η Ελλάδα και η Κύπρος μεταξύ ΗΠΑ, Γερμανίας και Ρωσίας
Η μεγάλη περιπλοκή έχει λοιπόν να κάνει με την αντίφαση ότι μέσα από την κρίση χρέους, η Ελλάδα και η Κύπρος, βρίσκονται πια κάτω από τη σφαίρα επιρροής της Γερμανίας – κι όχι της προσχηματικά αναφερόμενης ως «Ευρώπης».
Ομως, μέσα από τη γεωπολιτική τους θέση και μέσα από τα δικαιώματά τους στην ενέργεια στην περιοχή, βρίσκονται και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ και, φυσικά, της Ρωσίας. Η πραγματικότητα είναι ότι ουδείς στην Αθήνα γνωρίζει σε βάθος και με επαρκή ασφάλεια το ποια ακριβώς νέα ισορροπία έχει διαμορφωθεί γύρω από την Ελλάδα και την Κύπρο στο «τραπέζι» μεταξύ Γερμανίας, Ρωσίας και ΗΠΑ. Ποιος είναι ο ακριβής καταμερισμός του ρόλου και, ίσως, και των ποσοστώσεων», για να μιλήσουμε με όρους «Γιάλτας», όπως αυτές αποτυπώθηκαν τότε στο περίφημο χειρόγραφο σημείωμα του Τσώρτσιλ.
Το μόνο σίγουρο, είναι ότι μία «νέα Γιάλτα» υπάρχει: ή έχει ήδη διαμορφωθεί πλήρως, ή διαμορφώνεται σταδιακά αυτήν ακριβώς την ώρα, μέσα από τις δύο μεγάλες κρίσεις: του χρέους στην Ευρώπη και των ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, με κύριες παραμέτρους τόσο την ασφάλεια όσο και την ενέργεια
. Πρέπει λοιπόν η Ελλάδα και η Κύπρος να βρουν γρήγορα τον τρόπο να ισορροπήσουν σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη και με πολλά «κρυμμένα χαρτιά» εξίσωση που η επίλυσή της θα καθορίσει το μέλλον της ίδιας, της Κύπρου, του ελληνισμού. Με καθαρό μυαλό, με μεγάλη διπλωματική εγρήγορση και απαλλαγμένες από τα στεγανά του παρελθόντος, η Ελλάδα και η Κύπρος, πρέπει να κάνουν ότι μπορούν για να μετέχουν ως κράτη σε αυτό το νέο καταμερισμό που δείχνει να διαμορφώνεται.
Τα πολλαπλά και αρτηριοσκληρωτικά στεγανά ιδίως εκείνα που επί δεκαετίες επικρατούν στην ελληνική πολιτική, πρέπει τώρα να πέσουν. Και οδηγός γι αυτό μπορεί να είναι οι γεωπολιτικές παρακαταθήκες του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, του ανθρώπου που σε καιρούς διεθνών μεταβολών διπλασίασε την Ελλάδα. Παρακαταθήκες που θεμέλιό τους είναι η σύνδεσή της με τη Δύση, στην οποία η Ελλάδα με δική της κυρίως ευθύνη εν πολλοίς απέτυχε μέχρι σήμερα αλλά πρέπει και μπορεί να προσπαθήσει ξανά, αλλά και παρακαταθήκες όπως αυτές αναδείχθηκαν το 1930 στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες είναι σήμερα επίκαιρες εν μέρει και επειδή η Ελλάδα απέτυχε ως τώρα να εκπληρώσει το δυτικό της ρόλο.
Οι αντοχές της γερμανικής Ευρώπης
Κάθε φορά που ο ελληνισμός λειτούργησε στο πλαίσιο των πραγματικών δυτικών συμφερόντων, δηλαδή εκείνων των ναυτικών κι όχι των κεντροευρωπαικών δυνάμεων, όπως το 1912-13, βγήκε ισχυρότερος. Κάθε φορά που τα εγκατέλειψε, όπως το 1922 ή το 1974, υπέστη τραγωδίες. Τώρα, βρίσκεται εκ νέου μπροστά σε τέτοιου διαμετρήματος ερωτήματα καθώς, σήμερα ένας νέος κόσμος προβάλλει στον ορίζοντα. Επίσης, όλες οι ως τώρα προσπάθειες της Γερμανίας να εντάξει την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής της, οδήγησαν κι εκείνες σε καταστροφές, όπως έγινε με τον Εθνικό Διχασμό του 1915, ή, φυσικά, με τη βία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο συνέβη και με τη Σοβιετική Ενωση, οδηγώντας, αμέσως μετά, στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η γερμανική επικυριαρχία στην Ευρώπη δεν θα αντέξει για μία σειρά από λόγους, ανάμεσα στους οποίους ο κυριότερος είναι ότι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με σειρά λαών και χωρών, έχοντας ήδη καταστήσει τη γερμανική Ευρώπη ανεπιθύμητη: όσο κι αν προσπαθεί για το αντίθετο το Βερολίνο, στην Ευρώπη υπάρχει ακόμα δημοκρατία και πολλές χώρες που δεν αντέχουν άλλο την πίεση της – απλώς η αντίδραση σε τέτοιου είδους «τευτονικές» κινήσεις δεν έρχεται από τη μία μέρα στην άλλη. Επιπλέον, μεγάλη θα είναι εν τέλει και η αντίδραση από τη Δύση, σε μια ολοκληρωτικά γερμανική Ευρώπη στην οποία οι περισσότερες χώρες είναι πια πλήρως υποταγμένες, ακόμα και η Γαλλία, ενώ η Βρετανία απουσιάζει. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι βιώσιμη ούτε μπορεί να γίνει δεκτή σε μέσο χρόνο όχι μόνον από τους ίδιους τους ευρωπαικούς λαούς, αλλά και από τις ΗΠΑ. Η γερμανική λογική της βίας και της ερημοποίησης που επικρατεί τα τρία τελευταία χρόνια συνιστά μια καθαρά εθνικιστική πολιτική του Βερολίνου, που κερδίζει διαρκώς οικονομικά, πολιτικά και θεσμικά από την κρίση την οποία το ίδιο τροφοδοτεί.
Η γερμανική Ευρώπη μοιάζει σήμερα κυρίαρχη, αλλά αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, η νίκη της «Μεσευρώπης» δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να διαρκέσει στο χρόνο, ούτε, πολύ περισσότερο, μπορεί να στηριχθεί πια στα όπλα. Οφείλουμε λοιπόν, έστω και τώρα, αν και χάσαμε ήδη πάρα πολύ χρόνο, να αντιληφθούμε τις δυναμικές της νέας αρχιτεκτονικής του κόσμου βλέποντας σε βάθος και να πάρουμε θέση. Να χτίσουμε, έστω και αργά, ουσιαστικές δυτικές, αξιόπιστες και σε βάθος συμμαχίες κι όχι για πολλοστή φορά απόμακρες φαντασιώσεις με το «Μόσκοβο», ή να δεχθούμε κι άλλο άφωνοι την ισοπεδωτική, καταστροφική για τον τόπο υποταγή στις επιταγές του ηγεμονικού Βερολίνου όπως συμβαίνει τρία χρόνια τώρα που η γερμανική Ευρώπη αναδύεται πρώτα απ' όλα μέσα από την Ελλάδα.
Το μέλλον, αν το προετοιμάσουμε σωστά, μπορεί να σχετίζεται ακόμα και με την επιστροφή στην πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1930 για την ελληνοτουρκική φιλία, εντός ενός πλαίσιου ευρύτερων μεταβολών στην περιοχή μας που καθίσταται πια το ενεργό σύνορο του δυτικού κόσμου. Σίγουρα πάντως, το μέλλον δεν μπορεί να είναι η τυφλή υποταγή στο Βερολίνο.
Γράφει ο Γιώργος Μαλούχος:
Με την υπόθεση της Κύπρου η Γερμανία κέρδισε μία ακόμα μάχη στην πορεία της προς την γερμανική «πολιτική» Ευρώπη που είναι και ο τελικός, επίσημα διακηρυγμένος στόχος της. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι θα κερδίσει τελικά και τον πόλεμο, ο οποίος, ουσιαστικά, ακόμα, δεν έχει καν ξεκινήσει. Ο δρόμος του Βερολίνου καθίσταται πλέον εφιαλτικός για όλο και περισσότερους λαούς ενώ το νέο γερμανικό μαξιμαλιστικό όραμα αγνοεί παντελώς τη γεωπολιτική ισορροπία, την κοινωνική και πολιτική ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπως και την ιστορία άλλων δύο εγχειρημάτων γερμανικού ηγεμονισμού που κι εκείνα για καιρό έμοιαζαν να επικρατούν πριν τελικά καταβαραθρωθούν φέρνοντας μαζί τους το χάος.
...
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο ο κόσμος «μοιράστηκε» με τη Συμφωνία της Γιάλτας. Όμως, από τότε έχουν αλλάξει πολλά αν όχι περίπου τα πάντα: το ψυχροπολεμικό δίλλημα «ελευθερία ή κουμουνισμός» δεν υπάρχει εδώ και καιρό, ενώ, τώρα, η Γερμανία δεν είναι πια η «ηττημένη», αλλά, μέσα από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη αναδύεται ταχύτατα ως η μεγάλη νικήτρια ευρωπαϊκή δύναμη – εξέλιξη που λόγω της άκρατης γερμανικής επιθετικότητας δεν θα αντέξει στο χρόνο, αλλά που αυτή τη στιγμή πάντως συμβαίνει.
Τι γίνεται όμως με το νέο διεθνή καταμερισμό ισχύος που ασφαλώς έχει καταστεί και πάλι το μείζον, αν και ακόμα άδηλο, διεθνές ζήτημα από την ώρα που επιστρέψαμε εκ νέου στην κυριαρχία των εθνικών πολιτικών και στην ουσιαστική πτώση του κοινού ευρωπαικού οράματος που μετεξελίχθηκε σε μονομερή άσκηση γερμανικής βίας και έτσι πλέον προσλαμβάνεται;
«Νεομεσοπόλεμος» στην Ευρώπη, Ιράν και Συρία
Όλα δείχνουν λοιπόν πλέον ότι διαμορφώνεται ένας «νεομεσοπολεμικός» κόσμος. Ότι βρισκόμαστε ήδη υπό το μιας νέας συμφωνίας για την αρχιτεκτονική ασφαλείας του κόσμου, μιας «νέας Γιάλτας». Αλλά με μία κρίσιμη διαφορά που θυμίζει περισσότερο τον μεσοπολεμικό παρά τον μεταπολεμικό κόσμο: ότι τα οριστικά πραγματικά δεδομένα δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί σε επίπεδο ζωνών επιρροής των δυνάμεων, καθώς, μεταξύ άλλων, σημειώνεται και μία πρωτοφανής ιδιαιτερότητα: η επιρροή σε επίπεδο οικονομικής ισχύος να μην αντιστοιχίζεται πια με στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ. Λ.χ., η Ελλάδα ανήκει σαφώς σήμερα στη γερμανική οικονομική σφαίρα. Όμως, τι γίνεται με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας; Αφορά άραγε λιγότερο τους Αμερικανούς από ότι τους Γερμανούς;
Την ώρα που η ευρωζώνη ζει τις αναταράξεις της, η κατάσταση στη Συρία έχει καταστεί οριακή, όπως και στο Ιράν, για το οποίο η αμερικανική πλευρά εκτιμά ότι «πέρασε την κόκκινη γραμμή» για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Τα δύο αυτά δεδομένα, οδηγούν σαφώς τις ΗΠΑ στο κλείσιμο των εστιών έντασης που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη Δύση στο άμεσα ορατό ενδεχόμενο σύγκρουσης. Ετσι, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, την ώρα που η Κύπρος κυριολεκτικά έβραζε μέσα στο καζάνι μιας γεωπολιτικής τάξεως αναμόχλευσης των ισορροπιών Γερμανίας και Ρωσίας επί του κυπριακού ζητήματος, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα βρισκόταν, γεωγραφικά τουλάχιστον, πολύ κοντά στην Κύπρο: ολοκλήρωνε την πρώτη του προεδρική επίσκεψη στο Ισραήλ. Η κατάληξη της επίσκεψης ήταν απροσδόκητη: οδήγησε, έπειτα από τρία ολόκληρα χρόνια, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου να ζητήσει τελικά συγνώμη από την Τουρκία για το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, όταν από ισραηλινά πυρά έπεφταν νεκροί εννέα Τούρκοι που επέβαιναν στο πλοίο προς την αποκλεισμένη από τους Ισραηλινούς Γάζα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι λίγες μόλις ημέρες πριν, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν είχε εξαπολύσει μία πρωτοφανή επίθεση κατά των ισραηλινών. Μέσα σε λίγες ώρες, στο Ισραήλ είχαν αρχίσει να ακούγονται οι πρώτες φωνές για την ανάγκη συνεργασίας με την Αγκυρα στο ζήτημα του φυσικού αερίου, όπως εκείνη του Αλόν Λιέλ, πρώην υπουργού Εξωτερικών της χώρας.
Υπό «κανονικές συνθήκες», η εξέλιξη αυτή θα είχε προκαλέσει μεγάλα ερωτηματικά στην Κύπρο που έχει στενή συνεργασία με το Ισραήλ σε θέματα ενέργειας και ασφάλειας, αλλά και στην Ελλάδα, που το ζήτημα την αφορά επίσης πολλαπλά, όχι μόνον έμμεσα, λόγω Κύπρου, αλλά και άμεσα, λόγω των κοιτασμάτων στην ελληνική ΑΟΖ. Πάντως, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μετά όμως από όλες αυτές τις εξελίξεις, επικοινώνησε με τον Ισραηλινό ομόλογό του και συναποφάσισαν την επιτάχυνση του διακυβερνητικού συμβουλίου Ελλάδας – Ισραήλ, κάτι στο οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε εργαστεί πολύ περισσότερο, πολύ νωρίτερα.
Η Κύπρος βράζει: χρεοκοπία και συνεκμετάλλευση
Όμως, την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, οι συνθήκες κάθε άλλο παρά «κανονικές» ήταν: η Κύπρος ζούσε την πιο δύσκολη στιγμή της ιστορίας της μετά τον Αττίλα, ενώ η Ελλάδα έτρεμε το ενδεχόμενο της μετάδοσης της κρίσης αυτής όχι μόνον σε τραπεζικό επίπεδο, αλλά και ως προς την επίδρασή της στην ελληνική πολιτική και ίσως κοινωνική πραγματικότητα: ουσιαστικά, Αθήνα και Λευκωσία, βρέθηκαν όλες τις προηγούμενες ημέρες που ακολούθησαν το «όχι» της κυπριακής Βουλής στο Eurogroup πιο «μακριά» από ποτέ στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το θρίλερ της κυπριακής «διάσωσης» οδήγησε τα χαράματα της Δευτέρας 25 Μαρτίου στη συμφωνία του Eurogroup με την οποία η Κύπρος δεχόταν τελικά όλα όσα η Γερμανία και η τρόικα της επέβαλαν, με όρους ακόμα σκληρότερους από εκείνους που πριν από περίπου μία εβδομάδα είχε απορρίψει η κυπριακή βουλή.
Ολες εκείνες τις κρίσιμες για την Κύπρο ημέρες, η Ουάσιγκτον τήρησε μία εκκωφαντική σιωπή ως προς το ζήτημα. Γιατί όχι άλλωστε; Ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία φαίνεται ότι επιχείρησαν ορατά τουλάχιστον, να συνομιλήσουν σε βάθος με τους Αμερικανούς γι αυτό – τις τελευταίες μόνο ώρες πριν την εκπνοή του πρώτου γερμανικού τελεσιγράφου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι φέρεται σε τηλεφωνική συνομιλία με τον πρόεδρο της Κύπρου Ν. Αναστασιάδη να είχε αναφερθεί σε ενδεχόμενο αμερικανικής παρέμβασης για τις υπό πτώχευση τράπεζες.
Είναι άγνωστο αν και κατά πόσο υπήρξε πραγματικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τις εξελίξεις που, μεταξύ άλλων, έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό και με την ενέργεια, είτε αυτή έπεφτε πια στα χέρια της Γερμανίας με παραμονή της Κύπρου στο ευρώ, είτε, στο ενδεχόμενο εξόδου, έπεφτε στα χέρια της Ρωσίας. Τότε, μία πολύ σημαντική παράμετρος φάνηκε στον ορίζοντα: το ορατό ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να στηρίξουν τελικά την τουρκική άποψη για την κυπριακή ΑΟΖ και περί συνεκμετάλλευσης με τους τουρκοκύπριους, κάτι που δεν είχαν κάνει μέχρι τώρα. Αυτή εμφανίζεται ως η κύρια «παρενέργεια» για την Ελλάδα και την Κύπρο από το νέο μέτωπο που διαμορφώνεται εν όψει του Ιράν
. Πάντως, η μακροσκοπική εικόνα είναι ότι, δυστυχώς, η Αθήνα, εδώ και πολλά χρόνια, φρόντισε με πολλούς τρόπους συστηματικά να ψυχράνει επί της ουσίας, για να μην πει κανείς σχεδόν να «παγώσει», τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, έρμαιη ενός αντιαμερικανισμού που ακόμα ζει και βασιλεύει άκριτα πολλές δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο ευθέως εις βάρος των ζωτικών συμφερόντων της χώρας και διαπερνώντας οριζόντια το πολιτικό της φάσμα.
Η Ρωσία αναγνωρίζει τη Γερμανία ως μεγάλη δύναμη
Εν τω μεταξύ, λίγες ώρες πριν την αναχώρηση Ομπάμα από το Ισραήλ και μετά από τη συνάντηση κορυφής Ε.Ε. - Ρωσίας, η Μόσχα είχε πρακτικά αδειάσει την δραματικά προσφεύγουσα στο Κρεμλίνο Κύπρο, που ανύμπορη και πανικόβλητη έτρεχε τώρα πίσω στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, υπό συνθήκες πολύ χειρότερες από εκείνες επί των οποίων είχε ξεκινήσει τη «διαπραγμάτευση» μαζί τους. Αν και προγραμματισμένη πριν από το ξέσπασμα της κυπριακής κρίσης συνάντηση κορυφής μεταξύ «Ευρώπης» (επί της ουσίας Γερμανιας) και Ρωσίας, αυτή τελικά μονοπωλήθηκε από το ζήτημα της Κύπρου. Όμως, η ιστορικά αστήρικτη, λογικά ατελής και, κυρίως, πάντοτε στην πράξη διαψευσθείσα δοξασία για το «Μόσκοβο» που για αιώνες στοιχειώνει τη φαντασία πολλών και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ξέμεινε, όπως ήταν φυσικό, και πάλι στο πεδίο της φαντασίωσης: το «ξανθό γένος του βορρά», δεν κατέβηκε τελικά καβάλα στα... λιαρ τζετ για να «σώσει» κανέναν, όπως δεν κατέβηκε άλλωστε ούτε το 1974, την ώρα που η Κύπρος δεχόταν την εισβολή του Αττίλα. Ηταν απόλυτα αναμενόμενο: γι αυτή την περιοχή του κόσμου οι Ρώσοι ουδέποτε μπήκαν πραγματικά «στα χωράφια» των άλλων μεγάλων παικτών, από την εποχή των «Ορλοφικών», μέχρι σήμερα – για να μην ξεχάσει κανείς και τον φοβερό Εμφύλιο πόλεμο που υποδαύλισε η ΕΣΣΔ του Στάλιν στην Ελλάδα, την ώρα που η τότε νέα αρχιτεκτονική δομή ασφαλείας του κόσμου είχε ήδη καθοριστεί Αντιθέτως, η Μόσχα όχι απλώς έκανε τώρα εκείνο που είχε λίγο πριν δηλώσει ο Ρώσος πρωθυπουργός Μεντβέντεφ, ότι δηλαδή «η Ρωσία δεν θα χαλάσει τις σχέσεις της με την Ε.Ε. για την Κύπρο», στέλνοντας άπραγο πίσω στη Λευκωσία τον Κύπριο υπουργό Οικονομικών Σαρρή, αλλά, επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, οι Ρώσοι φαίνεται ότι ζήτησαν και πήραν τη συναίνεση των Γερμανών για την εμπλοκή τους στο επίπεδο επενδύσεων στην ενέργεια στην Ελλάδα μέσω της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ – ο πρόεδρος της Γκαζπρομ Μίλερ, ερχόταν, εκείνη τη στιγμή, για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα ημέρες στην Αθήνα, γεγονός που σίγουρα δεν θα έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στις ΗΠΑ, κάτι που, όσο κι αν δεν το αντιλαμβανόταν η ίδια, περισσότερο από ποτέ το είχε τώρα ανάγκη
. Μένει πλέον να φανεί αν μετά το «κούρεμα» των ρωσικών καταθέσεων στην Κύπρο, «κούρεμα» πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του αρχικού σχεδίου, η Ρωσία με κάποιο τρόπο θα αντιδράσει, και πόσο, ή αν αυτό το ζήτημα είχε «τακτοποιηθεί» οριστικά στη «σύνοδο κορυφής» Ρωσίας – Ε.Ε. την Πέμπτη. Αν δεν αντιδράσει το μέγεθος της ανταπόδοσης θα έχει υπάρξει μεγάλο.
Μια νέα Γιάλτα: τρεις μέρες που θα αλλάξουν τον κόσμο;
Κι έτσι, τελικά, μέσα σε λίγες ώρες, πολλά κομμάτια από το παράξενο αυτό παζλ αναδιατάχθηκαν και άρχισε να γίνεται φανερό ότι κάτι μεγάλο ίσως να εγκυμονείται. Τόσο μεγάλο, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και μία «νέα Γιάλτα», ενόψει τόσο της μανίας της Γερμανίας να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και την πιο πρόσφατη φάση αυτής της πορείας με τα γεγονότα της Κύπρου, όσο και των νέων μετώπων για τις ΗΠΑ, όπως η από κοινού επίλυση του ζητήματος της Συρίας από τις μεγάλες δυνάμεις, ή η προετοιμασία για σύγκρουση Αμερικανών και Ισραηλινών με το Ιράν. Αλλωστε, στην επίσκεψή του στο Ισραήλ, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έκλεισε μόνον το μέτωπο Τουρκίας – Ισραήλ, αλλά και έκανε ένα πολύ μεγάλο βήμα μπροστά στο ζήτημα του Παλαιστινιακού κράτους επισκεπτόμενος και τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπας - κάτι που αντίστοιχό του δεν είχε γίνει ξανά. Ταυτόχρονα, το PKK, ανακοίνωνε κατάπαυση του πυρός: ήταν λοιπόν προφανές ότι οι ΗΠΑ είχαν πλέον λάβει την απόφαση να στηρίξουν την Τουρκία ενόψει μεγάλων μεταβολών στη Συρία ή στο Ιράν – άλλωστε ο ίδιος ο Νετανιάχου αναφέρθηκε στο ζήτημα της Συρίας ως κύρια αιτία που τον οδήγησε σε αυτή την απροσδόκητη «συγγνώμη».
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι τις δραματικές τρεις αυτές ημέρες, ένας νέος διεθνής γεωπολιτικός καταμερισμός πρόβαλε πια στον ορίζοντα: ένας κόσμος στον οποίο οι ΗΠΑ διαμορφώνουν μια νέα διεθνή ισορροπία μπροστά σε αναμονή μεγάλων εξελίξεων και ένας κόσμος που η Γερμανία είχε ξεφύγει πια από το επίπεδο της ισχυρής οικονομικά χώρας της ευρωζώνης και είχε ανέλθει στο status της μεγάλης δύναμης η οποία συνομιλεί ως «Ευρώπη» με τη Ρωσία για θέματα όχι γερμανικά αλλά ευρωπαϊκά και με την Ουάσιγκτον να της αναγνωρίζει σιωπηρά και τη Μόσχα να της αναγνωρίζει έμπρακτα αυτό το status.
Είναι όμως ασαφή ακόμα μια σειρά από πολύ σημαντικά ζητήματα: οι ΗΠΑ θα «καλύψουν», και, αν ναι, σε ποιο βαθμό, πολιτικά τις τουρκικές απαιτήσεις στο Αιγαίο στα πλαίσια αυτής της νέας ισορροπίας; Η Ελλάδα θεωρείται πλέον «γερμανικός χώρος» από την Ουάσιγκτον, ή παραμένει και «συνομιλητής» των Αμερικανών και των Ισραηλινών στα σχετικά ζητήματα, στο βαθμό που την αφορούν, ή όλες τους οι αποφάσεις για την περιοχή θα παρθούν, τελικά, ερήμην της; Και τι μπορεί να κάνει γι αυτό;
Περιπλοκές και αντιφάσεις: η Ελλάδα και η Κύπρος μεταξύ ΗΠΑ, Γερμανίας και Ρωσίας
Η μεγάλη περιπλοκή έχει λοιπόν να κάνει με την αντίφαση ότι μέσα από την κρίση χρέους, η Ελλάδα και η Κύπρος, βρίσκονται πια κάτω από τη σφαίρα επιρροής της Γερμανίας – κι όχι της προσχηματικά αναφερόμενης ως «Ευρώπης».
Ομως, μέσα από τη γεωπολιτική τους θέση και μέσα από τα δικαιώματά τους στην ενέργεια στην περιοχή, βρίσκονται και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ και, φυσικά, της Ρωσίας. Η πραγματικότητα είναι ότι ουδείς στην Αθήνα γνωρίζει σε βάθος και με επαρκή ασφάλεια το ποια ακριβώς νέα ισορροπία έχει διαμορφωθεί γύρω από την Ελλάδα και την Κύπρο στο «τραπέζι» μεταξύ Γερμανίας, Ρωσίας και ΗΠΑ. Ποιος είναι ο ακριβής καταμερισμός του ρόλου και, ίσως, και των ποσοστώσεων», για να μιλήσουμε με όρους «Γιάλτας», όπως αυτές αποτυπώθηκαν τότε στο περίφημο χειρόγραφο σημείωμα του Τσώρτσιλ.
Το μόνο σίγουρο, είναι ότι μία «νέα Γιάλτα» υπάρχει: ή έχει ήδη διαμορφωθεί πλήρως, ή διαμορφώνεται σταδιακά αυτήν ακριβώς την ώρα, μέσα από τις δύο μεγάλες κρίσεις: του χρέους στην Ευρώπη και των ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, με κύριες παραμέτρους τόσο την ασφάλεια όσο και την ενέργεια
. Πρέπει λοιπόν η Ελλάδα και η Κύπρος να βρουν γρήγορα τον τρόπο να ισορροπήσουν σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη και με πολλά «κρυμμένα χαρτιά» εξίσωση που η επίλυσή της θα καθορίσει το μέλλον της ίδιας, της Κύπρου, του ελληνισμού. Με καθαρό μυαλό, με μεγάλη διπλωματική εγρήγορση και απαλλαγμένες από τα στεγανά του παρελθόντος, η Ελλάδα και η Κύπρος, πρέπει να κάνουν ότι μπορούν για να μετέχουν ως κράτη σε αυτό το νέο καταμερισμό που δείχνει να διαμορφώνεται.
Τα πολλαπλά και αρτηριοσκληρωτικά στεγανά ιδίως εκείνα που επί δεκαετίες επικρατούν στην ελληνική πολιτική, πρέπει τώρα να πέσουν. Και οδηγός γι αυτό μπορεί να είναι οι γεωπολιτικές παρακαταθήκες του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, του ανθρώπου που σε καιρούς διεθνών μεταβολών διπλασίασε την Ελλάδα. Παρακαταθήκες που θεμέλιό τους είναι η σύνδεσή της με τη Δύση, στην οποία η Ελλάδα με δική της κυρίως ευθύνη εν πολλοίς απέτυχε μέχρι σήμερα αλλά πρέπει και μπορεί να προσπαθήσει ξανά, αλλά και παρακαταθήκες όπως αυτές αναδείχθηκαν το 1930 στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες είναι σήμερα επίκαιρες εν μέρει και επειδή η Ελλάδα απέτυχε ως τώρα να εκπληρώσει το δυτικό της ρόλο.
Οι αντοχές της γερμανικής Ευρώπης
Κάθε φορά που ο ελληνισμός λειτούργησε στο πλαίσιο των πραγματικών δυτικών συμφερόντων, δηλαδή εκείνων των ναυτικών κι όχι των κεντροευρωπαικών δυνάμεων, όπως το 1912-13, βγήκε ισχυρότερος. Κάθε φορά που τα εγκατέλειψε, όπως το 1922 ή το 1974, υπέστη τραγωδίες. Τώρα, βρίσκεται εκ νέου μπροστά σε τέτοιου διαμετρήματος ερωτήματα καθώς, σήμερα ένας νέος κόσμος προβάλλει στον ορίζοντα. Επίσης, όλες οι ως τώρα προσπάθειες της Γερμανίας να εντάξει την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής της, οδήγησαν κι εκείνες σε καταστροφές, όπως έγινε με τον Εθνικό Διχασμό του 1915, ή, φυσικά, με τη βία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο συνέβη και με τη Σοβιετική Ενωση, οδηγώντας, αμέσως μετά, στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η γερμανική επικυριαρχία στην Ευρώπη δεν θα αντέξει για μία σειρά από λόγους, ανάμεσα στους οποίους ο κυριότερος είναι ότι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με σειρά λαών και χωρών, έχοντας ήδη καταστήσει τη γερμανική Ευρώπη ανεπιθύμητη: όσο κι αν προσπαθεί για το αντίθετο το Βερολίνο, στην Ευρώπη υπάρχει ακόμα δημοκρατία και πολλές χώρες που δεν αντέχουν άλλο την πίεση της – απλώς η αντίδραση σε τέτοιου είδους «τευτονικές» κινήσεις δεν έρχεται από τη μία μέρα στην άλλη. Επιπλέον, μεγάλη θα είναι εν τέλει και η αντίδραση από τη Δύση, σε μια ολοκληρωτικά γερμανική Ευρώπη στην οποία οι περισσότερες χώρες είναι πια πλήρως υποταγμένες, ακόμα και η Γαλλία, ενώ η Βρετανία απουσιάζει. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι βιώσιμη ούτε μπορεί να γίνει δεκτή σε μέσο χρόνο όχι μόνον από τους ίδιους τους ευρωπαικούς λαούς, αλλά και από τις ΗΠΑ. Η γερμανική λογική της βίας και της ερημοποίησης που επικρατεί τα τρία τελευταία χρόνια συνιστά μια καθαρά εθνικιστική πολιτική του Βερολίνου, που κερδίζει διαρκώς οικονομικά, πολιτικά και θεσμικά από την κρίση την οποία το ίδιο τροφοδοτεί.
Η γερμανική Ευρώπη μοιάζει σήμερα κυρίαρχη, αλλά αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, η νίκη της «Μεσευρώπης» δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να διαρκέσει στο χρόνο, ούτε, πολύ περισσότερο, μπορεί να στηριχθεί πια στα όπλα. Οφείλουμε λοιπόν, έστω και τώρα, αν και χάσαμε ήδη πάρα πολύ χρόνο, να αντιληφθούμε τις δυναμικές της νέας αρχιτεκτονικής του κόσμου βλέποντας σε βάθος και να πάρουμε θέση. Να χτίσουμε, έστω και αργά, ουσιαστικές δυτικές, αξιόπιστες και σε βάθος συμμαχίες κι όχι για πολλοστή φορά απόμακρες φαντασιώσεις με το «Μόσκοβο», ή να δεχθούμε κι άλλο άφωνοι την ισοπεδωτική, καταστροφική για τον τόπο υποταγή στις επιταγές του ηγεμονικού Βερολίνου όπως συμβαίνει τρία χρόνια τώρα που η γερμανική Ευρώπη αναδύεται πρώτα απ' όλα μέσα από την Ελλάδα.
Το μέλλον, αν το προετοιμάσουμε σωστά, μπορεί να σχετίζεται ακόμα και με την επιστροφή στην πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1930 για την ελληνοτουρκική φιλία, εντός ενός πλαίσιου ευρύτερων μεταβολών στην περιοχή μας που καθίσταται πια το ενεργό σύνορο του δυτικού κόσμου. Σίγουρα πάντως, το μέλλον δεν μπορεί να είναι η τυφλή υποταγή στο Βερολίνο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου