Ο χολιγουντιανός θρύλος Γιουλ Μπρίνερ
.
Γεννημένος στη Ρωσία και μεγαλωμένος στο τσίρκο ως ακροβάτης, ο Γιουλ Μπρίνερ θα ανδρωθεί θεατρικά στον Νέο Κόσμο, όπου και θα ενσαρκώσει στο Μπρόντγουεϊ το 1951τον βασιλικό ρόλο που τον έκανε γνωστό στα πέρατα των ΗΠΑ.
Περισσότερο από τρία χρόνια και 1,246 παραστάσεις του «Ο Βασιλιάς κι Εγώ» μετά, πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του πολυτραγουδισμένου θεατρικού το 1956, αποσπώντας Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου!
Κατόπιν επέστρεψε στο θεατρικό σανίδι για 3.379 ακόμη παραστάσεις του έργου, βρίσκοντας εν τω μεταξύ χρόνο να αφήσει τη χαρακτηριστική του σφραγίδα σε αξέχαστες ταινίες όπως το έπος «Δέκα Εντολές» και το γουέστερν «Και οι Εφτά ήταν Υπέροχοι».
Ταυτοχρόνως, γέννησε μια αντρική στιλιστική μόδα, αναγκάζοντας την οικουμένη να αποκαλεί «Γιουλ Μπρίνερ» τους ξυρισμένους γουλί άντρες ήδη από τη δεκαετία του 1950…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιούλι Μπορίσοβιτς Μπρίνερ γεννιέται στις 11 Ιουλίου 1920 στο Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας μέσα στην οικογένεια του ελβετικής καταγωγής μηχανικού πατέρα και της ρωσίδας συζύγου του.
Οι περιπέτειες ήρθαν στη ζωή του μικρού Μπρίνερ ήδη από πολύ νωρίς: ο πατέρας εγκαταλείπει τη φαμίλια και η μητέρα παίρνει παραμάσχαλα τον Γιούλι και την αδερφή του και μετακομίζουν στη Μαντζουρία. Μουσικός η ίδια, δίδαξε την τέχνη στον γιο της, κίνηση που θα αποδεικνυόταν χρυσορυχείο όταν η οικογένεια μετακόμιζε εκ νέου το 1934, αυτή τη φορά στο Παρίσι.
Κι έτσι ο Γιούλι θα βρεθεί στη σκηνή καμπαρέ να παίζει κιθάρα και να ερμηνεύει τσιγγάνικα τραγούδια, κάτι που θα τον απαθανατίσει στις καρδιές όλων των Ρομά της οικουμένης (το 1977 έγινε επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης των Ρομά!). Αφού όργωσε τα παρισινά κέντρα διασκέδασης, σειρά είχε κατόπιν το τσίρκο, με το οποίο θα περιοδεύσει ο Μπρίνερ σε όλη τη γαλλική επικράτεια ως ακροβάτης.
Μιλώντας φαρσί πια τα γαλλικά, ο ρώσος εμιγκρές θα αναλάβει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρέη πολεμικού ανταποκριτή και ραδιοφωνικού εκφωνητή, με πρώτο μέλημα την προπαγάνδα κατά του ναζιστή κατακτητή της χώρας. Δούλευε μάλιστα για λογαριασμό του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών των ΗΠΑ, κάτι που τον έφερε σε επαφή με υψηλόβαθμα στελέχη του αμερικανικού στρατού, συντελώντας έτσι στην απόφασή του να μεταναστεύσει για άλλη μια φορά στη ζωή του, πλέον στην Αμερική.
Κι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1940 θα πάρει τα μπογαλάκια του και θα περάσει τον Ατλαντικό, κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του: σπουδάζει υποκριτική, εντάσσεται στο δυναμικό περιοδεύοντος θιάσου και οργώνει την αμερικανική ενδοχώρα, την ίδια ώρα που γυμνή του φωτογράφιση θα του φέρει μια πρώτη φήμη στη νέα του πατρίδα.
Αφού έπαιξε κατόπιν σε μια σειρά θεατρικών στο Μπρόντγουεϊ, κάνοντας το ντεμπούτο του εκεί το 1946, σειρά είχε το σινεμά, με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ρώσου μετανάστη να μπαίνει στο στόχαστρο των αμερικανών σκηνοθετών, οι οποίοι του έδιναν μικρορολάκια στις ταινίες τους.
Φαινόταν πάντως ότι η δουλειά του απέδιδε, καθώς σύντομα θα γινόταν φίρμα…
«Ο Βασιλιάς κι Εγώ»
Αφού έκανε και το ντεμπούτο του στο σινεμά το 1949, στο φιλμ νουάρ «Port of New York», σειρά είχε κατόπιν ο ρόλος που θα τον ενθρόνιζε στην κορυφή των θεατρικών πραγμάτων της Νέας Υόρκης. Ήταν το 1951 λοιπόν όταν ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του βασιλιά Μογκρούτ του Σιάμ στο γνωστό μιούζικαλ «Ο Βασιλιάς κι Εγώ», με τη συμπρωταγωνίστριά του να είναι αυτή που τον πρότεινε στους θεατρικούς παραγωγούς.
Η παράσταση έγινε ασύλληπτη επιτυχία και έμελλε να παιχτεί κάπου 4.525 φορές στα αμέσως επόμενα χρόνια, στέλνοντας τον ξυρισμένο «γλόμπο» Μπρίνερ στα ουράνια της διασημότητας! Για τον βασιλικό του ρόλο στο μιούζικαλ τιμήθηκε με Τόνι (1952), ενώ οι κριτικές ήταν το λιγότερο διθυραμβικές…
Φημισμένος ηθοποιός
Κι έτσι, τρία χρόνια και 1.256 παραστάσεις αργότερα, ο Μπρίνερ υποδύθηκε τον βασιλιά του στο σινεμά (1956), αποσπώντας για την ερμηνεία του άλλο ένα βραβείο, αυτή τη φορά το βαρύτιμο χρυσό αγαλματίδιο για πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ήταν το σημείο-κλειδί στην καριέρα του, το οποίο διαχειρίστηκε με μαεστρία ο Μπρίνερ, μετρώντας πια μόνο ανοδική πορεία και μελλοντικές επιτυχίες.
Εξαργυρώνοντας την ανεπανάληπτη επιτυχία του κλασικού σήμερα μιούζικαλ, ο Μπρίνερ επέστρεψε στο σανίδι για 3.379 ακόμα παραστάσεις του βασιλιά Μογκρούτ, με την τελευταία να λαμβάνει χώρα τόσο αργά όσο το 1985! Ο Μπρίνερ άφησε τη δική του εποχή στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, ταυτίζοντας το όνομά του με τον ρόλο που τον εκτόξευσε στην κορυφή.
Ταυτοχρόνως βέβαια βρήκε χρόνο για να πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά ακόμα από γνωστές χολιγουντιανές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν «Οι Δέκα Εντολές» (1956), «Αναστασία» (1956), «Αδελφοί Καραμαζόφ» (1958) και το αριστουργηματικό γουέστερν «Οι Υπέροχοι Εφτά» (1960).
Τιμώντας την ιδιαίτερη και προβεβλημένη υποκριτική του καριέρα, ο Μπρίνερ απέκτησε το δικό του αστέρι στη χολιγουντιανή Λεωφόρο της Δόξας. Παρά τις αμέτρητες κινηματογραφικές του συμμετοχές, ο ίδιος θεωρούσε πάντα τον εαυτό του θεατρικό ηθοποιό, την ίδια ώρα που πέρα από καταπληκτικός μουσικός που όπως είπαμε ήταν, έγραψε και δύο βιβλία.
Επιπλέον, είχε πάθος με τη φωτογραφία και απαθανάτισε αναρίθμητες πόζες σε γυρίσματα ταινιών με φίλους ηθοποιούς, με την κόρη του να συγκεντρώνει σχετικά πρόσφατα τις καλύτερες και να τις εκδίδει σε λεύκωμα…
Προσωπική ζωή
Η ερωτική ζωή του Μπρίνερ ήταν εξίσου έντονη όπως και η καριέρα του, περιλαμβάνοντας τέσσερις γάμους και αμέτρητα κυριολεκτικά ειδύλλια. Η έγγαμη ζωή του μέτρησε την ηθοποιό Virginia Gilmor, το μοντέλο από τη Χιλή Doris Kleiner, τη Jacqueline Thion de la Chaume αλλά και την μπαλαρίνα Kathy Lee.
Ταυτοχρόνως, μπλέχτηκε σε παθιασμένους δεσμούς με τα αστέρια της εποχής Μάρλεν Ντίτριχ, Τζούντι Γκάρλαντ, Τζόαν Κρόφορντ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά και μια μακρά σειρά ακόμα από σταρλετίτσες και επίδοξες ηθοποιούς.
Η έγγαμη ζωή του απέφερε επίσης και πέντε παιδιά, έναν γιο και τέσσερις κόρες.
Ο μεγάλος ηθοποιός έφυγε από τη ζωή στις 10 Οκτωβρίου 1985 στη Νέα Υόρκη, έπειτα από μάχη με την επάρατο νόσο (καρκίνος στον πνεύμονα), την ίδια μάλιστα μέρα στην οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ο κορυφαίος σκηνοθέτης Όρσον Ουέλς. Κατά τις επιθυμίες του, η σορός του ενταφιάστηκε στη Γαλλία…
Ένας ρώσος εμιγκρές στην καρδιά της αμερικανικής κινηματογραφίας!
Κατεξοχήν θεατρικός ηθοποιός, ο αξέχαστος Ρώσος πέρασε στην κινηματογραφική αθανασία μέσα από μια σειρά επικών ρόλων, αλλά και για τη μακροχρόνια ενσάρκωση του βασιλιά του Σιάμ φυσικά στο «Ο Βασιλιάς κι Εγώ».Γεννημένος στη Ρωσία και μεγαλωμένος στο τσίρκο ως ακροβάτης, ο Γιουλ Μπρίνερ θα ανδρωθεί θεατρικά στον Νέο Κόσμο, όπου και θα ενσαρκώσει στο Μπρόντγουεϊ το 1951τον βασιλικό ρόλο που τον έκανε γνωστό στα πέρατα των ΗΠΑ.
Περισσότερο από τρία χρόνια και 1,246 παραστάσεις του «Ο Βασιλιάς κι Εγώ» μετά, πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του πολυτραγουδισμένου θεατρικού το 1956, αποσπώντας Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου!
Κατόπιν επέστρεψε στο θεατρικό σανίδι για 3.379 ακόμη παραστάσεις του έργου, βρίσκοντας εν τω μεταξύ χρόνο να αφήσει τη χαρακτηριστική του σφραγίδα σε αξέχαστες ταινίες όπως το έπος «Δέκα Εντολές» και το γουέστερν «Και οι Εφτά ήταν Υπέροχοι».
Ταυτοχρόνως, γέννησε μια αντρική στιλιστική μόδα, αναγκάζοντας την οικουμένη να αποκαλεί «Γιουλ Μπρίνερ» τους ξυρισμένους γουλί άντρες ήδη από τη δεκαετία του 1950…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιούλι Μπορίσοβιτς Μπρίνερ γεννιέται στις 11 Ιουλίου 1920 στο Βλαδιβοστόκ της Ρωσίας μέσα στην οικογένεια του ελβετικής καταγωγής μηχανικού πατέρα και της ρωσίδας συζύγου του.
Οι περιπέτειες ήρθαν στη ζωή του μικρού Μπρίνερ ήδη από πολύ νωρίς: ο πατέρας εγκαταλείπει τη φαμίλια και η μητέρα παίρνει παραμάσχαλα τον Γιούλι και την αδερφή του και μετακομίζουν στη Μαντζουρία. Μουσικός η ίδια, δίδαξε την τέχνη στον γιο της, κίνηση που θα αποδεικνυόταν χρυσορυχείο όταν η οικογένεια μετακόμιζε εκ νέου το 1934, αυτή τη φορά στο Παρίσι.
Κι έτσι ο Γιούλι θα βρεθεί στη σκηνή καμπαρέ να παίζει κιθάρα και να ερμηνεύει τσιγγάνικα τραγούδια, κάτι που θα τον απαθανατίσει στις καρδιές όλων των Ρομά της οικουμένης (το 1977 έγινε επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης των Ρομά!). Αφού όργωσε τα παρισινά κέντρα διασκέδασης, σειρά είχε κατόπιν το τσίρκο, με το οποίο θα περιοδεύσει ο Μπρίνερ σε όλη τη γαλλική επικράτεια ως ακροβάτης.
Μιλώντας φαρσί πια τα γαλλικά, ο ρώσος εμιγκρές θα αναλάβει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χρέη πολεμικού ανταποκριτή και ραδιοφωνικού εκφωνητή, με πρώτο μέλημα την προπαγάνδα κατά του ναζιστή κατακτητή της χώρας. Δούλευε μάλιστα για λογαριασμό του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών των ΗΠΑ, κάτι που τον έφερε σε επαφή με υψηλόβαθμα στελέχη του αμερικανικού στρατού, συντελώντας έτσι στην απόφασή του να μεταναστεύσει για άλλη μια φορά στη ζωή του, πλέον στην Αμερική.
Κι έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1940 θα πάρει τα μπογαλάκια του και θα περάσει τον Ατλαντικό, κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του: σπουδάζει υποκριτική, εντάσσεται στο δυναμικό περιοδεύοντος θιάσου και οργώνει την αμερικανική ενδοχώρα, την ίδια ώρα που γυμνή του φωτογράφιση θα του φέρει μια πρώτη φήμη στη νέα του πατρίδα.
Αφού έπαιξε κατόπιν σε μια σειρά θεατρικών στο Μπρόντγουεϊ, κάνοντας το ντεμπούτο του εκεί το 1946, σειρά είχε το σινεμά, με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ρώσου μετανάστη να μπαίνει στο στόχαστρο των αμερικανών σκηνοθετών, οι οποίοι του έδιναν μικρορολάκια στις ταινίες τους.
Φαινόταν πάντως ότι η δουλειά του απέδιδε, καθώς σύντομα θα γινόταν φίρμα…
«Ο Βασιλιάς κι Εγώ»
Αφού έκανε και το ντεμπούτο του στο σινεμά το 1949, στο φιλμ νουάρ «Port of New York», σειρά είχε κατόπιν ο ρόλος που θα τον ενθρόνιζε στην κορυφή των θεατρικών πραγμάτων της Νέας Υόρκης. Ήταν το 1951 λοιπόν όταν ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του βασιλιά Μογκρούτ του Σιάμ στο γνωστό μιούζικαλ «Ο Βασιλιάς κι Εγώ», με τη συμπρωταγωνίστριά του να είναι αυτή που τον πρότεινε στους θεατρικούς παραγωγούς.
Η παράσταση έγινε ασύλληπτη επιτυχία και έμελλε να παιχτεί κάπου 4.525 φορές στα αμέσως επόμενα χρόνια, στέλνοντας τον ξυρισμένο «γλόμπο» Μπρίνερ στα ουράνια της διασημότητας! Για τον βασιλικό του ρόλο στο μιούζικαλ τιμήθηκε με Τόνι (1952), ενώ οι κριτικές ήταν το λιγότερο διθυραμβικές…
Φημισμένος ηθοποιός
Κι έτσι, τρία χρόνια και 1.256 παραστάσεις αργότερα, ο Μπρίνερ υποδύθηκε τον βασιλιά του στο σινεμά (1956), αποσπώντας για την ερμηνεία του άλλο ένα βραβείο, αυτή τη φορά το βαρύτιμο χρυσό αγαλματίδιο για πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ήταν το σημείο-κλειδί στην καριέρα του, το οποίο διαχειρίστηκε με μαεστρία ο Μπρίνερ, μετρώντας πια μόνο ανοδική πορεία και μελλοντικές επιτυχίες.
Εξαργυρώνοντας την ανεπανάληπτη επιτυχία του κλασικού σήμερα μιούζικαλ, ο Μπρίνερ επέστρεψε στο σανίδι για 3.379 ακόμα παραστάσεις του βασιλιά Μογκρούτ, με την τελευταία να λαμβάνει χώρα τόσο αργά όσο το 1985! Ο Μπρίνερ άφησε τη δική του εποχή στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, ταυτίζοντας το όνομά του με τον ρόλο που τον εκτόξευσε στην κορυφή.
Ταυτοχρόνως βέβαια βρήκε χρόνο για να πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά ακόμα από γνωστές χολιγουντιανές ταινίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν «Οι Δέκα Εντολές» (1956), «Αναστασία» (1956), «Αδελφοί Καραμαζόφ» (1958) και το αριστουργηματικό γουέστερν «Οι Υπέροχοι Εφτά» (1960).
Τιμώντας την ιδιαίτερη και προβεβλημένη υποκριτική του καριέρα, ο Μπρίνερ απέκτησε το δικό του αστέρι στη χολιγουντιανή Λεωφόρο της Δόξας. Παρά τις αμέτρητες κινηματογραφικές του συμμετοχές, ο ίδιος θεωρούσε πάντα τον εαυτό του θεατρικό ηθοποιό, την ίδια ώρα που πέρα από καταπληκτικός μουσικός που όπως είπαμε ήταν, έγραψε και δύο βιβλία.
Επιπλέον, είχε πάθος με τη φωτογραφία και απαθανάτισε αναρίθμητες πόζες σε γυρίσματα ταινιών με φίλους ηθοποιούς, με την κόρη του να συγκεντρώνει σχετικά πρόσφατα τις καλύτερες και να τις εκδίδει σε λεύκωμα…
Προσωπική ζωή
Η ερωτική ζωή του Μπρίνερ ήταν εξίσου έντονη όπως και η καριέρα του, περιλαμβάνοντας τέσσερις γάμους και αμέτρητα κυριολεκτικά ειδύλλια. Η έγγαμη ζωή του μέτρησε την ηθοποιό Virginia Gilmor, το μοντέλο από τη Χιλή Doris Kleiner, τη Jacqueline Thion de la Chaume αλλά και την μπαλαρίνα Kathy Lee.
Ταυτοχρόνως, μπλέχτηκε σε παθιασμένους δεσμούς με τα αστέρια της εποχής Μάρλεν Ντίτριχ, Τζούντι Γκάρλαντ, Τζόαν Κρόφορντ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά και μια μακρά σειρά ακόμα από σταρλετίτσες και επίδοξες ηθοποιούς.
Η έγγαμη ζωή του απέφερε επίσης και πέντε παιδιά, έναν γιο και τέσσερις κόρες.
Ο μεγάλος ηθοποιός έφυγε από τη ζωή στις 10 Οκτωβρίου 1985 στη Νέα Υόρκη, έπειτα από μάχη με την επάρατο νόσο (καρκίνος στον πνεύμονα), την ίδια μάλιστα μέρα στην οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ο κορυφαίος σκηνοθέτης Όρσον Ουέλς. Κατά τις επιθυμίες του, η σορός του ενταφιάστηκε στη Γαλλία…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου