Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) © Άννα Λόντου Εκδ. Ίκαρος Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους· πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους. Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών· γι’ αυτό σωπαίνουν 5 ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν παρὰ δῆμων ὀνείρων, παρὰ δῆμων ὀνείρων. * Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω κι α φωνάξω— Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή 10 σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα. Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί· πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς 15 για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω. Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγγους και το φλασκί των ανέμων αδειάζει. Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει· 20 ξυπνώ σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας μέσα στα χάσ