Ελληνική «συνταγή» κατά της κρίσης


ΕΛΛΑΔΑ


ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ
Ο καφές συνεχίζει να αποτελεί αγαπημένη συνήθεια και το τσιγάρο δεν μας το έκοψε ούτε ο αντικαπνιστικός νόμος. Η ελπίδα, άλλωστε, πεθαίνει πάντα τελευταία: κάποτε θα τελειώσει η κρίση και τα πράγματα θα γίνουν όπως πριν – ή περίπου.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Είναι λίγο μετά τις εννιά. Βράδυ Πέμπτης, και τα γραφεία είναι σχεδόν άδεια. Είναι ζήτημα αν έχουμε μείνει δέκα άνθρωποι στον όροφο. Οποιαδήποτε άλλη Πέμπτη θα ήταν όλοι εδώ. Αλλά σήμερα δεν είναι οποιαδήποτε Πέμπτη. Είναι Τσικνοπέμπτη. Από το παράθυρο στο Φάληρο η μυρωδιά ήδη μπαίνει στο γραφείο, και η τελευταία συνάδελφος βγαίνει, κοιτάζοντας το ρολόι της. Ακόμα και την εποχή της κρίσης, στην Ελλάδα μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.

Ισως οι Ισπανοί ήταν πιο έτοιμοι να θυσιάσουν τη μεσογειακή τους χαλαρότητα για να σωθούν από την κρίση. Για να μπορέσουν να μπουν δυναμικά στο εργασιακό ωράριο «9 με 5», σκέφτονται τώρα όχι μόνο να αντικαταστήσουν την πατροπαράδοτη μεσημεριανή τους σιέστα με μία ώρα διάλειμμα το μεσημέρι, αλλά ακόμα και να πάνε τα ρολόγια της χώρας μία ώρα πίσω. Στην Ελλάδα, βέβαια, ειδικά για τους νεοπροσληφθέντες, δεν νοείται ωράριο «9 με 5». Οι συνθήκες για όποιον βρει δουλειά είναι όπως τις περιέγραφε ο Bill Haley λίγα χρόνια μετά που οι Aμερικανοί κατοχύρωσαν το 8ωρο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού: «Rock around the clock». Στην Ελλάδα ο μεσημεριανός ύπνος υπάρχει μόνο στις αναμνήσεις των σημερινών σαραντάρηδων: το δίωρο βασανιστικό σιωπητήριο που οι γονείς σου κοιμούνταν και εσύ κοίταζες το ταβάνι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουμε άλλες συνήθειες, παρόμοιες μ’ εκείνες των Ισπανών, που η κρίση απειλεί να μας τις κόψει.

Ακόμα και τώρα, στα καφέ της Αθήνας η κίνηση δεν μειώνεται. Μειώνεται, βέβαια, το πουρμπουάρ, και ο αριθμός των κατά κεφαλήν καφέδων ανά πελάτη. Αλλά οι καρέκλες, με το που βγαίνει ήλιος, είναι πάντα γεμάτες. Τα εστιατόρια μετά τις 10 το βράδυ συνεχίζουν να έχουν κόσμο, στα κέντρα διασκέδασης που είναι της μόδας υπάρχει ακόμα «σκληρή πόρτα». Γιατί, μπορεί όλο και περισσότεροι Ελληνες να καταβυθίζονται στην απελπισία, κάτω από το όριο της φτώχειας, αλλά στην Αθήνα θα υπάρχουν πάντα αρκετοί ευκατάστατοι άνθρωποι, ικανοί να γεμίσουν τα «in» μαγαζιά.

Οπως ακριβώς συμβαίνει και το καλοκαίρι με τις παραλίες: ο ένας στους τέσσερις Ελληνες λέει πως δεν θα πάει εφέτος διακοπές, αλλά μόλις πιάσει Μάιος οι ξαπλώστρες αντικαθίστανται με ψάθες, το γεύμα στην ταβέρνα με φαγητό σε τάπερ, και τα μπάνια του λαού καλά κρατούν. Προηγουμένως, βέβαια, στον βωμό της κρίσης έχουν ήδη θυσιαστεί τα τριήμερα στο εξοχικό. Πάνω στο ταξιδιωτικό δαιμόνιο των εκδρομέων εφόρμησε το τρίπτυχο «βενζίνη - διόδια - πετρέλαιο θέρμανσης», και πια το μόνο που αντέχει ακόμα είναι το τριήμερο του Πάσχα. Κατά τη διάρκεια του οποίου η απαρτία στα χωριά πέρυσι ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλο τριήμερο κάθε άλλης χρονιάς της τελευταίας δεκαετίας.

Φυσικά, δεν είναι αυτή η μόνη αλλαγή. Ο ΟΟΣΑ λέει πως τώρα πλέον οι Ελληνες δουλεύουν περίπου 2.000 ώρες κάθε χρόνο και έχουν μόλις 12 επίσημες αργίες. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έχουν παραπάνω μέρες νομιμοποιημένης ραστώνης, και πολύ λιγότερες εργατοώρες ετησίως. Αλλά βέβαια υπάρχει πάντα το θέμα της ποιότητας της εργασίας. Τα πράγματα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει: τις κάρτες στο Δημόσιο τις χτυπούν τώρα πια οι ιδιοκτήτες τους, και όχι ο καινούργιος που έρχεται από το πρωί για καψόνι. Ομως κάπου στο πάνθεον του δημοσιοϋπαλληλισμού, πάντα υπάρχει εκείνος ο τύπος που μέχρι να τον εντοπίσουν οι ελεγκτές, είχε στήσει ψησταριά στον ακάλυπτο της υπηρεσίας του και δωροδοκούσε με μπριζολάκια τους συναδέλφους του για να λένε τη φράση - φετίχ «εδώ είναι, κάπου πετάχτηκε...». Η οποία, μαζί με το σεμεδάκι στον υπολογιστή, και την ημέρα - γέφυρα μεταξύ αργίας και Σαββατοκύριακου αποτέλεσαν τα ιερά και τα όσια των δημοσίων υπαλλήλων από καταβολής ελληνικού κράτους. Γιατί όλα είναι θέμα νοοτροπίας.

Μπορεί η κρίση να κορυφώνεται, αλλά στα γκαράζ και στις πιλοτές, καλά κρυμμένα τα Καγιέν και τα Τσερόκι περιμένουν σαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά πότε θα αποτινάξουμε επιτέλους τον ζυγό. Και ακόμα και αν η μέρα εκείνη αργήσει, κάπου στο Αιγαίο θα υπάρχει πάντα η Ικαρία, το νησί που ξυπνάει από το μεσημέρι και μετά. Και κυρίως, θα υπάρχει το ελληνικό καλοκαίρι. Που δεν θα είναι ποτέ παραπάνω από μερικούς μήνες μακριά μας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο

Ο θρυλικός βρετανός κομμωτής Βιντάλ Σασούν