Η ζωή των Μαρμάρων
«Και πού σκόπευαν να στείλουν οι ναζί
τα Ελγίνεια; Στην Αθήνα». Με αυτόν τον μάλλον άκομψο και σίγουρα
ανιστόρητο τρόπο, απάντησε ο δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον στον
Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος απλώς τόλμησε να πει πως η επιστροφή τους είναι
«καλή ιδέα», μάλλον ως ανειδίκευτος φιλέλλην. Η αλήθεια είναι ότι ο
δήμαρχος του Λονδίνου δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Μελετητής του κλασικού
κόσμου, έχει συγγράψει έργο με τον τίτλο «Το όνειρο της Ρώμης», όπου
συγκρίνει την επιτυχή ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου από τη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία με την αποτυχημένη, κατά τη γνώμη του, προσπάθεια της
σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ενωσης. Την ίδια στιγμή, το κοινό του «Γκάρντιαν»
που συμμετείχε σε δημοσκόπηση για το ζήτημα τασσόταν με συντριπτική
πλειοψηφία υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στη χώρα μας.
Να θυμίσω απλώς πως η υπόθεση είναι παλιά, και η πολυπλοκότητά της υπερβαίνει και τις απόψεις του κ. Κλούνεϊ και τις απόψεις του Μπόρις Τζόνσον, αλλά και τη μετατροπή του ζητήματος σε λαϊκή υπόθεση, με έντονα εθνικά χαρακτηριστικά, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον την ενεργοποίησε η Μελίνα Μερκούρη. Ο πρώτος που εξοργίστηκε από τον βίαιο ακρωτηριασμό του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα από τον έβδομο λόρδο του Ελγιν ήταν ο λόρδος Βύρων. Ηταν οι αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην Ευρώπη οργανώνονταν τα μεγάλα μουσεία, οι καθεδρικοί ναοί της παγκόσμιας τέχνης. Ηταν τότε που ο Βιβάν Ντενόν, ο «ιδρυτής» του Λούβρου, υποστήριζε πως τα μουσεία μπορούν να αποδώσουν στα αριστουργήματα της τέχνης τη σημασία που ο φυσικός τους χώρος αδυνατεί να αντιληφθεί. Καλώς ή κακώς, αυτή ήταν η λογική συγκρότησης των συλλογών τους, την οποία θεωρητικοποίησε και στον εικοστό αιώνα ο Αντρέ Μαλρό. Στο «Φαντασιακό Μουσείο» υποστηρίζει πως το έργο τέχνης αποκτά τις πραγματικές διαστάσεις του όταν υποστεί αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ευτυχή ακρωτηριασμό». Οταν δηλαδή αποκοπεί από τον «φυσικό» του χώρο και βρει τη θέση του ανάμεσα στον πληθυσμό των υπόλοιπων αριστουργημάτων. Η γειτνίαση της Αφροδίτης της Μήλου με την Τζοκόντα ή τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης στο Λούβρο δείχνει τον τρόπο που επηρέασε την ιστορία της τέχνης και την εντάσσει σε μια προοπτική που θα της έλειπε εάν είχε μείνει στο υπέροχο νησί των Κυκλάδων. Σε αυτά ας προσθέσουμε και την εθνική διάσταση. Η παρουσία της Αφροδίτης στο Λούβρο, όπως και των Μαρμάρων του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, η έκθεσή τους στο ευρωπαϊκό κοινό επέτρεψε σε αυτά τα έργα να λειτουργήσουν ως πρώτης τάξεως προπαγανδιστικά εργαλεία για τις ελληνικές υποθέσεις.
Στην περίπτωση του Παρθενώνα, υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα. Τα γλυπτά των αετωμάτων και της ζωφόρου αποτελούν τμήματα ενός αρχιτεκτονικού συνόλου από το οποίο απεκόπησαν. Οπως και τα μικρότερης καλλιτεχνικής αξίας γλυπτά του ναού του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες της Αρκαδίας, που τα πρόσφερε στο Βρετανικό Μουσείο η ομάδα των νεαρών «Ντιλετάντι» μερικά χρόνια μετά τον Ελγιν. Ως εκ τούτου, οφείλουν να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τον Παρθενώνα. Εξάλλου ο 21ος αιώνας δεν είναι ούτε ο 19ος ούτε ο 20ός. Η Ελλάδα, όπως και η Αγγλία, ανήκουν σε έναν υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό, την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της είναι ελεύθερες, κατά συνέπεια θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η παραμονή τους στο Βρετανικό Μουσείο έχει διανύσει την ιστορική της διαδρομή. Το αντεπιχείρημα είναι ότι η γλυπτική του Φειδία και των εργαστηρίων του έχει αυτόνομη καλλιτεχνική αξία, την οποία δεν χάνει όπου κι αν βρίσκεται.
Ολα αυτά για να καταλήξω στο συμπέρασμα, το οποίο έχω ήδη υποστηρίξει με διάφορους τρόπους. Η διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, όπως την ξεκίνησε η Μελίνα Μερκούρη που τα αντιμετώπισε ως ιδιοκτησία του ελληνικού λαού, έχει παραμορφώσει σε τέτοιο σημείο το ζήτημα ώστε να το αφήσει στο έλεος ενός ιδιόμορφου εθνολαϊκισμού. Αυτού του εθνολαϊκισμού που τόσες βλάβες έχει επιφέρει στις σχέσεις της σύγχρονης Ελλάδας με την αρχαία της κληρονομιά. Οι λέξεις και οι σκέψεις του Πλάτωνα δεν μας ανήκουν επειδή είμαστε Ελληνες. Μπορούμε να τις κατακτήσουμε μελετώντας το έργο του. Οσο όμως θεωρούμε ότι μας ανήκουν επειδή υπάρχει το δίκαιο της εθνικής ιδιοκτησίας, απαλλάσσουμε εαυτούς από την υποχρέωση να τον μελετάμε, με τα γνωστά καταστροφική αποτελέσματα. Και τη γνωστή συναισθηματική υπερδιέγερση που μας καταλαμβάνει κάθε φορά που πιστεύουμε ότι μας κλέβουν, μας αδικούν και γενικά μας υποτιμούν.
Το ζήτημα των Γλυπτών δεν είναι πολιτικό, δεν είναι ιδεολογικό. Δεν είναι εθνικό με τον ίδιο τρόπο που είναι οι βραχονησίδες του Αιγαίου ή τα ναυτικά μίλια της επικράτειας. Το ζήτημα των Γλυπτών είναι κατεξοχήν πολιτισμικό. Αγγίζει τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και κατ’ επέκταση του δυτικού, τον τρόπο που φτιάχτηκαν τα μουσεία, και τον τρόπο που οργανώθηκαν οι αντιλήψεις μας για τα αριστουργήματα της τέχνης. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ελλάδα θα είχε να κερδίσει πολύ περισσότερα αν ο Ελληνας υπουργός Πολιτισμού ανακοίνωνε πως η χώρα μας είναι διατεθειμένη να υπερασπιστεί τα έργα του ελληνικού πολιτισμού όπου και αν βρίσκονται. Είτε στο Λούβρο, είτε στο Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, είτε στο Βερολίνο, είτε στο Λονδίνο. Και αφού απεδείκνυε το ενδιαφέρον και την αυξημένη ευαισθησία των Ελλήνων, να υποστήριζε την ιδιαιτερότητα των Μαρμάρων του Παρθενώνα ως τμήματα αρχιτεκτονικού συνόλου. Με όλο τον σεβασμό στη Μελίνα Μερκούρη και τον χαριτωμένο λαϊκισμό που υπηρέτησε, η υπόθεση δεν σηκώνει δάκρυα ούτε οιμωγές πληγωμένης υπερηφάνειας. Απαιτεί σοβαρότητα και σκέψη.
Να θυμίσω απλώς πως η υπόθεση είναι παλιά, και η πολυπλοκότητά της υπερβαίνει και τις απόψεις του κ. Κλούνεϊ και τις απόψεις του Μπόρις Τζόνσον, αλλά και τη μετατροπή του ζητήματος σε λαϊκή υπόθεση, με έντονα εθνικά χαρακτηριστικά, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον την ενεργοποίησε η Μελίνα Μερκούρη. Ο πρώτος που εξοργίστηκε από τον βίαιο ακρωτηριασμό του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα από τον έβδομο λόρδο του Ελγιν ήταν ο λόρδος Βύρων. Ηταν οι αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην Ευρώπη οργανώνονταν τα μεγάλα μουσεία, οι καθεδρικοί ναοί της παγκόσμιας τέχνης. Ηταν τότε που ο Βιβάν Ντενόν, ο «ιδρυτής» του Λούβρου, υποστήριζε πως τα μουσεία μπορούν να αποδώσουν στα αριστουργήματα της τέχνης τη σημασία που ο φυσικός τους χώρος αδυνατεί να αντιληφθεί. Καλώς ή κακώς, αυτή ήταν η λογική συγκρότησης των συλλογών τους, την οποία θεωρητικοποίησε και στον εικοστό αιώνα ο Αντρέ Μαλρό. Στο «Φαντασιακό Μουσείο» υποστηρίζει πως το έργο τέχνης αποκτά τις πραγματικές διαστάσεις του όταν υποστεί αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «ευτυχή ακρωτηριασμό». Οταν δηλαδή αποκοπεί από τον «φυσικό» του χώρο και βρει τη θέση του ανάμεσα στον πληθυσμό των υπόλοιπων αριστουργημάτων. Η γειτνίαση της Αφροδίτης της Μήλου με την Τζοκόντα ή τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης στο Λούβρο δείχνει τον τρόπο που επηρέασε την ιστορία της τέχνης και την εντάσσει σε μια προοπτική που θα της έλειπε εάν είχε μείνει στο υπέροχο νησί των Κυκλάδων. Σε αυτά ας προσθέσουμε και την εθνική διάσταση. Η παρουσία της Αφροδίτης στο Λούβρο, όπως και των Μαρμάρων του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, η έκθεσή τους στο ευρωπαϊκό κοινό επέτρεψε σε αυτά τα έργα να λειτουργήσουν ως πρώτης τάξεως προπαγανδιστικά εργαλεία για τις ελληνικές υποθέσεις.
Στην περίπτωση του Παρθενώνα, υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα. Τα γλυπτά των αετωμάτων και της ζωφόρου αποτελούν τμήματα ενός αρχιτεκτονικού συνόλου από το οποίο απεκόπησαν. Οπως και τα μικρότερης καλλιτεχνικής αξίας γλυπτά του ναού του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες της Αρκαδίας, που τα πρόσφερε στο Βρετανικό Μουσείο η ομάδα των νεαρών «Ντιλετάντι» μερικά χρόνια μετά τον Ελγιν. Ως εκ τούτου, οφείλουν να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τον Παρθενώνα. Εξάλλου ο 21ος αιώνας δεν είναι ούτε ο 19ος ούτε ο 20ός. Η Ελλάδα, όπως και η Αγγλία, ανήκουν σε έναν υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό, την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της είναι ελεύθερες, κατά συνέπεια θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η παραμονή τους στο Βρετανικό Μουσείο έχει διανύσει την ιστορική της διαδρομή. Το αντεπιχείρημα είναι ότι η γλυπτική του Φειδία και των εργαστηρίων του έχει αυτόνομη καλλιτεχνική αξία, την οποία δεν χάνει όπου κι αν βρίσκεται.
Ολα αυτά για να καταλήξω στο συμπέρασμα, το οποίο έχω ήδη υποστηρίξει με διάφορους τρόπους. Η διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, όπως την ξεκίνησε η Μελίνα Μερκούρη που τα αντιμετώπισε ως ιδιοκτησία του ελληνικού λαού, έχει παραμορφώσει σε τέτοιο σημείο το ζήτημα ώστε να το αφήσει στο έλεος ενός ιδιόμορφου εθνολαϊκισμού. Αυτού του εθνολαϊκισμού που τόσες βλάβες έχει επιφέρει στις σχέσεις της σύγχρονης Ελλάδας με την αρχαία της κληρονομιά. Οι λέξεις και οι σκέψεις του Πλάτωνα δεν μας ανήκουν επειδή είμαστε Ελληνες. Μπορούμε να τις κατακτήσουμε μελετώντας το έργο του. Οσο όμως θεωρούμε ότι μας ανήκουν επειδή υπάρχει το δίκαιο της εθνικής ιδιοκτησίας, απαλλάσσουμε εαυτούς από την υποχρέωση να τον μελετάμε, με τα γνωστά καταστροφική αποτελέσματα. Και τη γνωστή συναισθηματική υπερδιέγερση που μας καταλαμβάνει κάθε φορά που πιστεύουμε ότι μας κλέβουν, μας αδικούν και γενικά μας υποτιμούν.
Το ζήτημα των Γλυπτών δεν είναι πολιτικό, δεν είναι ιδεολογικό. Δεν είναι εθνικό με τον ίδιο τρόπο που είναι οι βραχονησίδες του Αιγαίου ή τα ναυτικά μίλια της επικράτειας. Το ζήτημα των Γλυπτών είναι κατεξοχήν πολιτισμικό. Αγγίζει τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και κατ’ επέκταση του δυτικού, τον τρόπο που φτιάχτηκαν τα μουσεία, και τον τρόπο που οργανώθηκαν οι αντιλήψεις μας για τα αριστουργήματα της τέχνης. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ελλάδα θα είχε να κερδίσει πολύ περισσότερα αν ο Ελληνας υπουργός Πολιτισμού ανακοίνωνε πως η χώρα μας είναι διατεθειμένη να υπερασπιστεί τα έργα του ελληνικού πολιτισμού όπου και αν βρίσκονται. Είτε στο Λούβρο, είτε στο Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, είτε στο Βερολίνο, είτε στο Λονδίνο. Και αφού απεδείκνυε το ενδιαφέρον και την αυξημένη ευαισθησία των Ελλήνων, να υποστήριζε την ιδιαιτερότητα των Μαρμάρων του Παρθενώνα ως τμήματα αρχιτεκτονικού συνόλου. Με όλο τον σεβασμό στη Μελίνα Μερκούρη και τον χαριτωμένο λαϊκισμό που υπηρέτησε, η υπόθεση δεν σηκώνει δάκρυα ούτε οιμωγές πληγωμένης υπερηφάνειας. Απαιτεί σοβαρότητα και σκέψη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου