Σήμερα ολοκληρώνονται 157 χρόνια από τον θάνατο του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού
πιστεύσει την μεγάλη δυστυχία˙ επειδή όλοι ελπίζουν να μάθουν ότι η τρομερή είδησις δεν είναι αληθινή.
Ο Διονύσιος Σολωμός δεν είναι πλέον…», έγραψε ο Ιούλιος Τυπάλδος για όσα διαδραματίστηκαν στην Κέρκυρα το πρωινό της 21ης Φεβρουαρίου 1857 (9ης Φεβρουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο), όταν ο εθνικός ποιητής έκλεινε τα μάτια στο σπίτι του στα Μουράγια, στο ιστορικό κέντρο της πόλης του νησιού των Φαιάκων.
Η είδηση του θανάτου του Διονύσιου Σολωμού συγκλόνισε σαν σεισμός την Κέρκυρα. Και «το χάσμα π” άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισ” άνθη» για το ύστατο «χαίρε», από έναν λαό που εναντιωνόταν στην αγγλική κυριαρχία και λαχταρούσε την ένωση της Επτανήσου με την ελεύθερη Ελλάδα.
«Λίγαις στιγμαίς προτού ο ποιητής αποθάνη, ετραγουδούσε τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν», ήταν τα λόγια του Γεράσιμου Μαρκορά τα οποία διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα σε όλο το νησί που ο γεννημένος στην ένδοξη Ζάκυνθο ποιητής είχε κάνει δεύτερη ιδιαίτερη πατρίδα του και άφησε την τελευταία του πνοή.
Στην Ιόνιο Βουλή στο νησί, πληροφορεί ο Σπυρίδων Δε Βιάζης, ο προεδρεύων Ριζοσπάστης βουλευτής Αντώνιος Δάνδολος ανήγγειλε «δακρυρροών την φθάσασαν λυπηράν είδησιν του θανάτου του μεγάλου ποιητού του Ιονίου», που «εν Κερκύρα ελατρεύετο». Οι βουλευτές αποφασίζουν «να συνέλθουν μαζί και να συνοδεύσουν τον νεκρό». Ο Δήμος Κερκυραίων κηρύσσει δημόσιο πένθος και ματαιώνει προγραμματισμένες γιορτές και εκδηλώσεις. Επίσης, η Φιλαρμονική της πόλης αποφασίζει να μετάσχουν όλοι ανεξαιρέτως οι μουσικοί της στη νεκρική πομπή, τοποθετώντας «πενθηρά ενδύματα» στα τύμπανα.
Περιγράφει ο Ιούλιος Τυπάλδος: «Θλίψι βαθεία και ανίκητη απλώνεται εις όλαις ταις καρδίαις. Όλοι παρατούν ταις εργασίαις τους, μαζόνονται ολόγυρα εις την κατοικίαν του ποιητή˙ καθένας θέλει να τον ιδή δια την ύστερη φορά, να φιλήση εκείνο το μέτωπο εις το οποίο ήτο κρυμμένη μια τόσον λαμπρή ακτίνα Θεού, να σφίξη εκείνο το χέρι οπού έγραψε το άσμα ασμάτων της Ελλάδος, και τόσα άλλα αθάνατα ποιήματα. Η μεγάλη του ψυχή είχε αφήσει ορφανεμένο το σώμα, κ” ένα γλυκό χαμόγελο του εστόλιζε ακόμη τα χείλη. Ο θάνατος οπού ποτέ δεν θέλει δυνηθή να σβύση το ένδοξόν του όνομα, δεν ετολμούσε ακόμη να απλώση την αχνή του σημαία επάνω εις το άψυχο πρόσωπό του».
«Η πικρά αγγελία του θανάτου», γράφει επίσης για εκείνη την ημέρα ο “Αγγελος Ζήκος, «έβαλε εις μεγίστην κίνησιν όλην την Κέρκυραν. Το πλήθος του λαού πάσης τάξεως συνέτρεχεν εις τον οίκον του, όπου έκειτο το κρινοειδές λείψανόν του και όλοι του κατησπάζοντο τας χείρας, τους πόδας και την εστεμμένην του κεφαλήν από δάφνας. Το φέρετρόν του ήτο περικυκλωμένον από ταινίας υφασμάτων αργυρών και χρυσών και κεκοσμημένων δια του παρασήμου του Χρυσού Σταυρού του Σωτήρος».
«Επί τω αγγέλματι του θανάτου του στην Κέρκυρα τα πάντα έπαυσαν, ο δε πόνος για το χαμό του εκδηλώθηκε με σεμνές αποτίσεις αφοσιώσεως, όπως άλλωστε αναμενόταν οπωσδήποτε από ένανε λαό, που όχι μόνο δεν εσταμάτησε ποτέ να καλλιεργεί το ωραίο, μα και που γνωρίζει επί πλέον να εκτιμά σε ποιον αρμόζει να το αποδίδει», πληροφορεί ο Σπυρίδων Βελούδος.
«Η πόλις πενθοφορεί» θα γράψει ο Παναγιώτης Σαμαρτζής στο ημερολόγιό του, όπου αναφέρεται και στην κηδεία του ποιητή που ετάφη την επομένη, 22 Φεβρουαρίου 1857, στο νεκροταφείο της πόλης. Ο θάνατος του Ζακύνθιου κόμη και φλογερού υμνητή της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ημέρα θρήνου για την Κέρκυρα «ήτις τον εθεώρησε ως υιόν» και «την οποία εκείνος ηγάπησεν ουχ” ήττον ή την ιδίαν αυτού Ζάκυνθον», θα προσθέσει ο Γεώργιος Μαρκοράς.
Το πένθος απλώθηκε στην ύπαιθρο του νησιού και ο αγροτικός κόσμος έσπευσε στην πόλη για τον ύστατο χαιρετισμό. «Ενθυμούμαι ζωηρώς την κηδείαν εκείνην του πρεσβύτου (…), τα πλήθη των αστών και τας γραφικάς ενδυμασίας των αγροτών», θα γράψει ο – και πρωθυπουργός μετέπειτα – Σπύρος Λάμπρος. «Αληθινά δεν εκηδεύετο την ημέραν εκείνην ο κόμης˙ η νήσος όλη, αντιπροσωπεύουσα τους απανταχού Έλληνας, προέπεμπεν εις τον τάφον τον ποιητήν».
Η κηδεία του ποιητή στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα έγινε με όλες τις τιμές που του άρμοζαν. Στη Μητρόπολη, γράφει ο Παναγιώτης Σαμαρτζής, «του έγινε μία λαμπρά παράταξις: ήτο το φλάμπουρον της Μητροπόλεως, ακολούθως οι νέοι του Πανεπιστημίου, όπου εις τα άκρα ήσαν νέοι μαυροφορεμένοι βαστώντες λαμπάδες, εις το μέσον η Φιλαρμονική Μουσική παιανίζουσα διάφορα λυπητερά τεμάχια, όπισθεν οι ιερείς, καθώς και ο Αρχιερεύς Αθανάσιος Πολίτης. Μετά ταύτα, τινές ιερείς χωρίς ιερά, ακολούθως νέος τις βαστών επί τινος προσκεφάλου κάτι και ακολούθως το φέρετρον του τεθνεώτος όπου η λάρναξ έξωθεν ήτο κεκαλυμμένη με μόλυβδον (…). Και έκαμαν τον γύρον από τα τείχη, το μέρος του Αγίου -όπου επερνούσε οι κώδωνες των Εκκλησιών εσήμαιναν νεκρά-, το μέρος του Μάστρακα και τέλος, εντός της εκκλησίας της Μητροπόλεως, όπου ήσαν χωροφύλακες εις τας θύρας της Εκκλησίας δια την ησυχίαν (…). Τον απέρασαν από την Σπηλιά, το μέρος του Αγίου Αντωνίου -όπου οι κώδωνες, καθώς και της λατινικής εκκλησίας του San Francesco εσήμαιναν νεκρά-, τα εμπορικά καταστήματα, την πλατείαν, την οδόν των Υδάτων -και πάλιν αι δύο Εκκλησίαι Duomo και Annunziata εσήμαιναν-, την Βασιλικήν Πύλην και τέλος εις το Κοιμητήριον (…)». Συμμετείχαν στη νεκρική πομπή «όλοι οι Γερουσιασταί, όλοι οι Βουλευταί, οι Ιππόται, μερικοί “Αγγλοι, οι Πρόξενοι των διαφόρων Δυνάμεων, όλοι εν γένει οι Υπάλληλοι και Επαγγελματικοί παντός βαθμού και τάξεως (…)».
Σύμφωνα με τον Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση των «Ευρισκομένων» του ποιητή στην Κέρκυρα το 1859, ο θάνατος του Σολωμού «αν και μη ανέλπιστος, εκαταθορύβησε όλην την πόλη της Κέρκυρας˙ με την πολυκαιρινή διαμονή του, όχι ολιγώτερο παρά με την φήμη του μεγάλου νοός και της σοφίας, ο Σολωμός είχε γίνει προ πολλού σεβαστός και κοσμαγάπητος (…). Και της ευαγγελικής ζωής του, η οποία ημπορούσε να ονομασθεί μία μυστική ακατάπαυστη πηγή της αγαθοσύνης, καθαρή αντανάκλαση εστάθηκε ο ενταφιασμός του, εις τον οποίον παρευρέθηκε όλος ο κλήρος, πολυάριθμος λαός από την πόλη και από τα προάστεια, και η εγχώρια μουσική˙ δώδεκα νέοι αυτοκάλεστοι, άλλοι εγκάρδιοι φίλοι του, άλλοι απλώς γνώριμοί του, εβαστούσαν, διαδεχόμενοι την πολυστέναχτη τιμή, το φέρετρο, κι εκρατούσαν τες πτέρυγες του μαύρου νεκρικού καλύμματος έξι σεβάσμιοι γέροντες, έως το κοιμητήρι των ορθοδόξων. Η γενική σιγή ενώ το ξόδι εδιάβαινε τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλης, και η σοβαρή λύπη εις όλα τα πρόσωπα, έδειχναν ότι σ” εκείνη τη στιγμή όλος ο λαός συνέπνεεν εις ένα μόνον θεάρεστον αίσθημα, και ότι, επιδεχτικός του πλέον υψηλού ενθουσιασμού, επροσκυνούσε το μεγαλείον του νοός και της αρετής».
Στην πρόσοψη του σπιτιού επί της οδού Αρσενίου στα Μουράγια της πόλης, όπου έζησε για περίπου 25 χρόνια και πέθανε ο ποιητής (Μουσείο Σολωμού και έδρα της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών σήμερα), ο Δήμος Κερκυραίων εντοίχισε αργότερα την ακόλουθη επιγραφή: «Εν τη οικία ταύτη το 1857 απέθανεν ο εν Ζακύνθω μεν γεννηθείς, την δε Κέρκυραν ως ετέραν αυτού πατρίδα αγαπήσας και επί μακρόν εν ταύτη διατρίψας εθνικός ποιητής και της Ελευθερίας υμνητής Διονύσιος Σολωμός».
Με καταβεβλημένη από καιρό την υγεία του, ο ποιητής των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» άφησε την τελευταία του πνοή τη δεκάτη πρωινή ώρα της 9ης / 21ης Φεβρουαρίου 1857, σε ηλικία 59 ετών. Είκοσι ημέρες νωρίτερα στην Αθήνα, στο περιοδικό «Πανδώρα», με τη συγκατάθεσή του είχαν δει το φως της δημοσιότητας οι στίχοι του «’Αδη μαύρε, χαιρετώ σε! /
Δεν εχάρηκε ποτέ / μάτι ανθρώπου για τον ήλιο /
καθώς τώρα εγώ για σε», από τη «Φαρμακωμένη» του. Στα κατάλοιπά του, με τους αριστουργηματικούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους», οι μαθητές του βρήκαν και τους στίχους: «’Σε βυθό πέφτει από βυθό / ως “που δεν ήταν άλλος˙ / Εκείθ” εβγήκε ανίκητος».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου