Grecovery και νέες ψευδαισθήσεις

        





Η πολιτική παροχολογία στην χώρα μας δυστυχώς αποτελεί την κύρια θύρα εισόδου προς τους θαλάμους της εξουσίας. Εντούτοις επιμένουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ να συνδέουν άσκοπα την κοστολόγηση προγραμματικών δεσμεύσεων με έναν αυτόματο πιλότο υλοποίησης. Λες και αν παρουσίαζαν τα κόμματα κοστολογημένες  προτάσεις θα τηρούσαν τις εξαγγελίες τους.
Το κακό όμως είναι με προτάσεις  που ενσάρκωναν  επιδερμικά αφενός την δημοσιονομική ορθολογικόητα και αφετέρου την ουσία της παροχολογίας, τα κόμματα εξουσίας αποσπούσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Οι τελευταίοι εύλογα επένδυαν διαδοχικά στις παροχές επιχειρώντας να αποφύγουν δυσάρεστα μέτρα πολιτικής.                                             
Το πολιτικό σύστημα αναπαρήγαγε τον εαυτό του συγκαλύπτοντας τις πραγματικές πολιτικοοικονομικές και δημοσιονομικές προστακτικές, οι οποίες όμως καραδοκούσαν στην γωνία.
 Η Ελλάδα έζησε  σχεδόν 40 μεταπολιτευτικά έτη  μια φάση φαντασιακής ευημερίας θεμελιωμένης  σε ιδεοληψίες,  συνειδητά καλλιεργούμενων από τις ιθύνουσες πολιτικοοικονομικές ελίτ.
Φτάσαμε λοιπόν στο απόλυτο αδιέξοδο και όμως οι ψευδαισθήσεις εξακολουθούν να αναπαράγονται. 
Μια τέτοια ψευδαίσθηση συνδέεται τόσο από  κυβερνητικής όσο και από αντιπολιτευτικής  πλευράς  με το λεγόμενο “Grecovery” που σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο κάποιο φως στο τέλος του τούνελ, την ελπίδα δηλαδή για ένα τέλος της κρίσης, για την ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας, την δημιουργία θέσεων εργασίας και την επάνοδο στην ευημερία.
Είναι προφανές ότι αυτή  η μακρινή και εξωτερική οπτική του Grecovery αντίκειται στην καθημερινή μιζέρια  που περνάνε οι Έλληνες και είναι εξίσου  ελκυστική όσο και απατηλή.
Οι συνεχής ειδήσεις περί αναβάθμισης της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης , περί εξόδου της χώρας στις αγορές, περί διευθέτησης του χρέους μέσω διάσκεψης των δανειστών ή μέσω ευνοϊκών ρυθμίσεων των εταίρων, οι εξαγγελίες επιπόλαιων προγραμμάτων παραγωγικής ανασυγκρότησης και αναπτυξιακής εκτίναξης, τα  περί ανάκτησης της εμπιστοσύνης απέναντι στην ελληνική οικονομία δεν αντιστοιχούν  στην πραγματικότητα μιας κυριολεκτικά καθημαγμένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας με μηδαμινές ελπίδες.
Επειδή όμως υπάρχει μια τάση «πορνογραφίας με την κρίση» υπό την έννοια της δραματοποίησης και του  συναισθηματικού υπερτονισμού των επιδράσεων παραπέμπουμε σε ορισμένους αμείλικτους αριθμούς.
Το ποσοστό ανεργίας νέων κάτω των 25 βρισκόταν το 2013 στο 64 %  ενώ στην Γερμανία στο 8%. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί λόγω της αυξανόμενης μετανάστευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 4 έτη μετανάστευσαν περίπου 140.000 νέοι επιστήμονες στο εξωτερικό. Οι επιπτώσεις της κρίσης στην χώρα μας καταγράφονται μεταξύ άλλων στις ποικίλες κοινωνικές εκθέσεις της Κομισιόν.
Αυτές διαπιστώνουν στη χώρα μας την μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας (+19,7% του ενεργού πληθυσμού από τα χαμηλά του Μαρτίου 2008), την μεγαλύτερη μείωση της ονομαστικής αμοιβής ανά εργαζόμενο το 2012 (-4,2%), την μεγαλύτερη μείωση του κόστους εργασίας την ίδια χρονιά (-6,2%), την μεγαλύτερη μείωση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα εργασίας (-5,5%), την μεγαλύτερη αύξηση, σε σχέση με το 2008, του ποσοστού των νέων που δεν βρίσκονται ούτε σε προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης ούτε στην αγορά εργασίας (+8,6% του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 24 ετών), την  μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης (-11,6% από το 2008) και την  μεγαλύτερη αύξηση της μετανάστευσης προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (+170%).
 Συνολικά οι προοπτικές απασχόλησης δεν είναι καθόλου ευοίωνες.  Η Ελλάδα θεωρείται«πρωταθλήτρια» Ευρώπης στην ανεργία, ενώ στους νέους «πρωταθλήτρια» κόσμου!
Το επίσημο ποσοστό  ανεργίας για  το α’ εξάμηνο 2014 έφθασε το 28% (1.500.000 σε σχέση με το πραγματικό 2.000.000 άτομα). Στις γυναίκες φθάνει 35%. Μόλις το 10,5% των ανέργων παίρνει επίδομα ανεργίας. Οι μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν 1.000.000 άτομα σε σύνολο απασχολουμένων 3,5 εκατομμύρια.
Όπως αναφέρει η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές απασχόλησης (Employment Outlook 2014) η ανεργία στην Ελλάδα αναμένεται συνολικά  να παραμείνει αρκετά υψηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα, παρά την περιορισμένη μείωσή της έως το τέλος του 2015. Η Ελλάδα, αναφέρει η έκθεση, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από το 49% στο 71% μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2014.
Η έκθεση αναφέρει επίσης  ότι η μείωση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα ήταν από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (πάνω από 5% ετησίως κατά μέσο όρο από το πρώτο τρίμηνο του 2009).
Όσον αφορά την φτώχεια η χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ με το υψηλότερο ποσοστό πολιτών στα όρια της φτώχειας βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ.
Όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό των Ελλήνων που το 2013 βρέθηκαν στο  όριο της φτώχειας (εισόδημα μικρότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος) ανήλθε στο 34,6% ή στα 3.795.100 άτομα. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό μεγεθύνεται συνεχώς από το 2010 και το πρώτο Μνημόνιο (27,6% το 2010, 27,7% το 2011, 31% το 2012 και 34,6% το 2013). Όπως δείχνουν τα  στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2010. Την ίδια στιγμή το χάσμα της φτώχειας αυξήθηκε κατά 24,1%, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ή κατά 25,4%.
Σημειώνεται ότι ο μόνο αριθμός των νοικοκυριών που έμειναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα το 2013 στις αρχές του χειμώνα λόγω απλήρωτων λογαριασμών υπολογίζεται στις 350.000.
Ο κυρίαρχος λόγος για την έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας είναι  οι πολιτικές των μνημονίων που διακατέχονται από την λογική της εσωτερικής υποτίμησης.
Η λογική αυτή προωθείται σε δομική σύζευξη με την δραστική μείωση μισθών-συντάξεων, την αύξηση των απολύσεων, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την αυξανόμενη εντατικοποίηση της εργασίας, τις «διαθεσιμότητες» στο δημόσιο την υπερφορολόγηση λαϊκών εισοδημάτων και την μείωση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Η συρρίκνωση της ζήτησης, της παραγωγής και του ΑΕΠ  σε συνδυασμό με τα «λουκέτα» μικρομεσαίων-επιχειρήσεων είναι το αποτέλεσμα σε αντιστοιχία με μια  αμφίβολη αριθμητική δημοσιονομική εξυγίανση. 
Με απλά λόγια το κοινωνικό μωσαϊκό στην χώρα μας διαπερνάται από τον κίνδυνο της ανεργίας , της φτώχειας, της νέας μετανάστευσης, της βιοτικής κατολίσθησης. Μια εικόνα που μόνο «Grecovery» δεν συνιστά. Υπό τέτοιες συνθήκες η ελληνική κοινωνία αναζητά σανίδα σωτηρίας και προφανώς είναι επιρρεπής σε νέες υποσχέσεις, απατηλές η μη.     
Εντούτοις το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα στερούνται περιεχομένων πολιτικής και ως εκ τούτου συγκροτημένων προγραμματικών προτεραιοτήτων στηριγμένων σε συγκεκριμένες και επίκαιρες οικονομικοτεχνικές και κοινωνικές μελέτες. Αυτό το δεδομένο παραπέμπει στο γεγονός ότι η άνοδο στην εξουσία στην Ελλάδα στηρίζεται στην πολυσυλλεκτικότητα άρα σε έναν υψηλό βαθμό απαιτούμενης αταξικής και ιδεολογικής ασάφειας. Επομένως δεν υφίστανται άμεσες  πραγματικές ταξικές τοποθετήσεις και δεσμεύσεις με την έννοια των εξωτερικευμένων δεσμεύσεων.
Οι ταξικές δεσμεύσεις στην χώρα μας και οι αναφορές σε συγκεκριμένες  ομάδες συμφερόντων συγκροτούνται κάτω από το τραπέζι και εμμέσως. Η Ελλάδα είναι η χώρα των παρασκηνιακών ταξικών συμβιβασμών. Επομένως ακόμα και τα αστικά κόμματα εξουσίας εμφανίζονται επικοινωνιακά  ως υπερασπιστές των αδυνάτων ενώ τα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα ως θιασώτες της επιχειρηματικότητας. Ένα μπάχαλο. Ποιο κόμμα για παράδειγμα γνωρίζει πραγματικά πως περνάνε οι παραγωγικές τάξεις στις παραμεθόριες και απομακρυσμένες περιοχές της υπαίθρου ή στις υποβαθμισμένες περιοχές των αστικών κέντρων;
Ποιο πολιτικό κόμμα γνωρίζει την πραγματική εικόνα στην αγορά η την κατάσταση των νοικοκυριών με την υπερφορολόγηση;
Ποιο κόμμα γνωρίζει πως τα βγάζει πέρα ο μικρός επιχειρηματίας ή ό άστεγος που αγωνίζεται για την επιβίωση του;
Μ την πάροδο του «μνημονιακής περιόδου» δημιουργήθηκε στους Έλληνες ένα  βαθύ αίσθημα αντιπάθειας  απέναντι στις πολιτικές ελίτ, απέναντι στην ΕΕ, απέναντι στην γερμανική κυβέρνηση , απέναντι στους μετανάστες, απέναντι στους συνδικαλιστές , απέναντι στο δημόσιο και απέναντι στους εργοδότες γενικότερα Οι Έλληνες περιμένουν τις εξελίξεις με το μένος μέσα τους και με σφιγμένη την γροθιά στην τσέπη.
Η ανάπτυξη από μόνη της χωρίς σημαντικές βελτιώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών και χωρίς άπλετο φως στην πραγματική κατάσταση της χώρας  σίγουρα δεν επαρκεί για να εξομαλύνει την  οργή.  Ο κόσμος θέλει επιτέλους να ζήσει αξιοπρεπώς, γνωρίζοντας όμως την απόλυτη αλήθεια.
* Ο Μανόλης Μαυροζαχαράκης είναι ελεύθερος συγγραφέας, με σπουδές σε οικονομικά, κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες, εθνολογία και οικονομική ιστορία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια για να αναπληρωθούν οι 1 εκατ. χαμένες θέσεις εργασίας

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο