Ο Τζίμης Πανούσης χωρίς φρένα, στην Ελλάδα των δογματικών
Η αγάπη μας προς τους νεκρούς που δεν μιλάνε, ο "προκλητικός"
Τζίμης Πανούσης και η σάτιρα, που είναι απολαυστική, μόνο αν δεν
στρέφεται εναντίον μας
Οι νεοέλληνες, έχουμε πολύ καλή σχέση με τους νεκρούς μας. Δεν είναι όμως μόνο η παράδοση που μας το επιβάλλει, ο πολιτισμός μας και οι συνήθειες των δοξασμένων μας προγόνων, αλλά και ένα βασικό χαρακτηριστικό των νεκρών. Δεν μιλάνε. Επομένως δεν μπορούν να διαφωνήσουν μαζί μας.
Με τους ζωντανούς όμως έχουμε προβλήματα. Οι ζωντανοί μιλάνε και εφόσον μιλάνε, υπάρχει η πιθανότητα να διαφωνήσουν μαζί μας. Στην Ελλάδα, αυτό είναι «αμάρτημα». Πρέπει ο άλλος να συμφωνεί με τον ομιλητή, αλλιώς τα κίνητρά του είναι σάπια και ο ίδιος κάτι ή κάποιον εξυπηρετεί.
Όταν διαφωνήσει, 9 στις 10 περιπτώσεις είναι ηλίθιος,
πουλημένος, βολεμένος ή απλά δεν μπορεί να κατανοήσει το μεγαλείο της
άποψής μας. Το μίσος μας προς τον διάλογο δεν ξεκινάει μόνο από ψηλά,
από κυβερνήσεις δηλαδή, που αναζητούν τη συνεννόηση, μόνο όταν πρόκειται
να πέσουν, αλλά είναι διάχυτο στην ελληνική κοινωνία σε κάθε έκφανσή
της, στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα.
Τα παραδείγματα άπειρα. Μηνύσεις με το παραμικρό, δικομανία, μια ατέρμονη συζήτηση για τα όρια της σάτιρας, χαρακτηρισμοί και οργανωμένη χλεύη για όποιον παρεκκλίνει από αυτό που θέλουμε να ακούσουμε και κίβδηλα «μπράβο», όταν η άποψή του ενοχλεί τον αντίπαλό μας. Παραφουσκωμένα Εγώ, χωρίς καμία διάθεση να ακούσουν, παρά μόνο να πουν την άποψή τους και βάσει αυτής να σταυρώσουν ή να αποθεώσουν τον συνομιλητή.
Δεν είναι τυχαίο, που ένα μέρος του ελληνικού λαού στράφηκε εύκολα στους νεοναζί, τους κατεξοχήν εχθρούς του διαλόγου, αφού γι’ αυτούς ο άλλος και ο διαφορετικός, είναι ένας άνθρωπος που πρέπει να εξαφανιστεί. Ο φασίστας, που κουβαλάμε μέσα μας, ποτέ δεν ξέρεις, που μπορεί να μας οδηγήσει, αν δεν τον τσακίζουμε καθημερινά.
Αν λοιπόν σε μια κοινωνία, που λειτουργεί έτσι, ένας σατιρικός καλλιτέχνης, επιλέξει να είναι πραγματικός σατιρικός καλλιτέχνης, δηλαδή να έχει άποψη και να την εκφράζει με χιούμορ, αλλά και με πολλές αιχμές και να μη τη στρογγυλεύει για να χαϊδεύει, κινδυνεύει να βρεθεί στο στόχαστρο των πάντων, ακόμα και συναδέλφων του, που καμώνονται ότι υπηρετούν τη σάτιρα, αλλά μάλλον δεν γνωρίζουν το βαθύτερο νόημά της.
Αφορμή, για τις παραπάνω σκέψεις ήταν η περιβόητη πια συνέντευξη της ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας με τον Τζίμη Πανούση.
Ο Τζίμης Πανούσης, έκανε, όπως αποδείχθηκε, ένα μεγάλο λάθος. Δεν λειτούργησε ως τζουκ μποξ. Έπρεπε να πάει εκεί και να πει αυτά που ήθελαν οι παρουσιαστές και το κοινό της εκπομπής. Έπρεπε να μας «αποκαλύψει» δηλαδή ότι οι ναζί είναι ναζί, ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φτωχοποίησαν τον λαό και παρέδωσαν τη χώρα στους δανειστές και ότι το μόνο αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθείται τα τελευταία 5 χρόνια είναι η παραγωγή φτηνού εργατικού δυναμικού. Έπρεπε να πει αυτά που ξέρουμε όλοι, να προσθέσει 4-5 αστεία, να μας πει πότε ξεκινούν οι παραστάσεις και όλα μια χαρά.
Εκείνος όμως είχε άλλη άποψη. Ήθελε να μιλήσει για την ευθύνη του ΚΚΕ και της Αριστεράς ως προς την κινητοποίηση του λαού, απέναντι στη μνημονιακή λαίλαπα. Δεν θα κρίνω τη θέση του, γιατί δεν είναι το θέμα αυτού του άρθρου. Ο πυρήνας της σκέψης του ήταν ότι δεν μπορεί το ΚΚΕ να έχει τόσο χαμηλά ποσοστά σε μια τέτοια περίοδο και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμβιβαστεί με το σύστημα. Αυτή τη σκέψη, την εξέφρασε με το ύφος και τον τρόπο, που όλοι γνωρίζουμε.
Αυτός είναι ο Πανούσης, έτσι εκφράζεται, έτσι, αν θέλετε, διαφημίζει το προϊόν του και έτσι κερδίζει τα χρήματα από την καλλιτεχνική του δουλειά, για τα οποία μάλιστα κατηγορείται συχνά, λες και τα κλέβει.
Αυτό ήταν το «έγκλημα» του Πανούση στην Ελληνοφρένεια λοιπόν. Δεν είπε αυτά που όλοι ήθελαν να ακούσουν. Είπε την άποψή του. Αν δεν έλεγε τίποτα για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχαν πρόβλημα να τον ακούν να βρίζει το ΚΚΕ. Αν δεν έλεγε τίποτα για το ΚΚΕ, οι φίλοι του ΚΚΕ δεν θα είχαν επίσης πρόβλημα να τον ακούν να βρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα που καταφέρθηκε εναντίον όλων, μπήκε στο στόχαστρο, όχι όμως για να αποδομήσουν την άποψή του και να τον ξεμπροστιάσουν.
Αυτό που ακολούθησε σε σχόλια και στην Ελληνοφρένεια και στα κοινωνικά δίκτυα, ήταν 10% αντίθετη άποψη και 90% επίθεση όχι στην άποψη, αλλά στο πρόσωπο. Καμία έκπληξη.
Ο Πανούσης είναι Τζιμάκος, όταν βρίζει τους άλλους, αλλά γίνεται τζιπάκος, όταν θίγει τα δικά μας ιερά. Αν πει κάτι που δεν μας αρέσει, είναι ένας πουλημένος, που μένει σε ακριβή γειτονιά, βάζει ακριβά τη φιάλη στο μαγαζί και οδηγεί τζιπ και πάνω απ’ όλα δεν σέβεται τα όρια της σάτιρας, τα οποία για τον κάθε Έλληνα, ορίζονται ως εξής: Ό,τι με ενοχλεί και ό,τι θίγει το τεράστιο ΕΓΩ μου.
Θα έπρεπε ίσως να ζει στους δρόμους, να παίζει για φραγκοδίφραγκα και να μην ακούγεται και ίσως να αυτοκτονήσει κιόλας πικραμένος και ταλαιπωρημένος για να αγιοποιηθεί ως νεκρός αργότερα.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δεν θα’ μια πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δεν με άντεχες», όπως θα έλεγε ο Ν. Άσιμος, ο οποίος βασανίστηκε εν ζωή για να δοξαστεί μετά θάνατον, από τους ίδιους υποκριτές.
Οι νεκροί δεν είναι ενοχλητικοί. Ο Πανούσης όμως είναι ζωντανός και ενόχλησε για άλλη μια φορά. Ενόχλησε τόσο, που οι «συνάδελφοί» του στην Ελληνοφρένεια, την επομένη της εκπομπής επέσπευσαν την παρουσίαση ενός εξαιρετικού ηχητικού, με τους διαχρονικούς αγώνες του ελληνικού λαού, από την κατοχή μέχρι σήμερα. Αγώνες που ο Τζίμης Πανούσης, υμνεί όπου σταθεί και όπου βρεθεί, καθώς όπως λέει δεν πιστεύει στο Θεό, αλλά πιστεύει σε έναν Λαό παντοκράτορα.
Μάλιστα ο παρουσιαστής της εκπομπής είπε ότι ο λόγος για να προβληθεί τώρα και όχι την 28η Οκτωβρίου, το ηχητικό, ήταν τα όσα είπε ο Πανούσης και ότι το ηχητικό αυτό θα λειτουργήσει ως «Αγιασμός» για να φύγει το κακό.
Δεν χρειάστηκε Αγιασμός, όταν η εκπομπή είχε φιλοξενήσει τον Άδωνι Γεωργιάδη. Μνημονιακό τον περίμεναν, μνημονιακός τους πήγε. Δεν υπήρχαν δυσάρεστες εκπλήξεις και κυρίως δεν υπήρχε η «προδοσία» του να περιμένεις από τον άλλον να πει αυτά που θέλεις και αυτός να επιλέγει ως σατιρικός καλλιτέχνης να «προκαλέσει» ή να πει τα δικά του. Αυτό, ο φασίστας, που κουβαλάμε μέσα μας, δεν μπορεί να το αντέξει με τίποτα.
*Ο Μάνος Χωριανόπουλος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τον Μάιο του 2007 βρίσκεται στην 24 Μedia και είναι αρχισυντάκτης του News247.gr
Τα παραδείγματα άπειρα. Μηνύσεις με το παραμικρό, δικομανία, μια ατέρμονη συζήτηση για τα όρια της σάτιρας, χαρακτηρισμοί και οργανωμένη χλεύη για όποιον παρεκκλίνει από αυτό που θέλουμε να ακούσουμε και κίβδηλα «μπράβο», όταν η άποψή του ενοχλεί τον αντίπαλό μας. Παραφουσκωμένα Εγώ, χωρίς καμία διάθεση να ακούσουν, παρά μόνο να πουν την άποψή τους και βάσει αυτής να σταυρώσουν ή να αποθεώσουν τον συνομιλητή.
Δεν είναι τυχαίο, που ένα μέρος του ελληνικού λαού στράφηκε εύκολα στους νεοναζί, τους κατεξοχήν εχθρούς του διαλόγου, αφού γι’ αυτούς ο άλλος και ο διαφορετικός, είναι ένας άνθρωπος που πρέπει να εξαφανιστεί. Ο φασίστας, που κουβαλάμε μέσα μας, ποτέ δεν ξέρεις, που μπορεί να μας οδηγήσει, αν δεν τον τσακίζουμε καθημερινά.
Αν λοιπόν σε μια κοινωνία, που λειτουργεί έτσι, ένας σατιρικός καλλιτέχνης, επιλέξει να είναι πραγματικός σατιρικός καλλιτέχνης, δηλαδή να έχει άποψη και να την εκφράζει με χιούμορ, αλλά και με πολλές αιχμές και να μη τη στρογγυλεύει για να χαϊδεύει, κινδυνεύει να βρεθεί στο στόχαστρο των πάντων, ακόμα και συναδέλφων του, που καμώνονται ότι υπηρετούν τη σάτιρα, αλλά μάλλον δεν γνωρίζουν το βαθύτερο νόημά της.
Αφορμή, για τις παραπάνω σκέψεις ήταν η περιβόητη πια συνέντευξη της ραδιοφωνικής Ελληνοφρένειας με τον Τζίμη Πανούση.
Ο Τζίμης Πανούσης, έκανε, όπως αποδείχθηκε, ένα μεγάλο λάθος. Δεν λειτούργησε ως τζουκ μποξ. Έπρεπε να πάει εκεί και να πει αυτά που ήθελαν οι παρουσιαστές και το κοινό της εκπομπής. Έπρεπε να μας «αποκαλύψει» δηλαδή ότι οι ναζί είναι ναζί, ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φτωχοποίησαν τον λαό και παρέδωσαν τη χώρα στους δανειστές και ότι το μόνο αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθείται τα τελευταία 5 χρόνια είναι η παραγωγή φτηνού εργατικού δυναμικού. Έπρεπε να πει αυτά που ξέρουμε όλοι, να προσθέσει 4-5 αστεία, να μας πει πότε ξεκινούν οι παραστάσεις και όλα μια χαρά.
Εκείνος όμως είχε άλλη άποψη. Ήθελε να μιλήσει για την ευθύνη του ΚΚΕ και της Αριστεράς ως προς την κινητοποίηση του λαού, απέναντι στη μνημονιακή λαίλαπα. Δεν θα κρίνω τη θέση του, γιατί δεν είναι το θέμα αυτού του άρθρου. Ο πυρήνας της σκέψης του ήταν ότι δεν μπορεί το ΚΚΕ να έχει τόσο χαμηλά ποσοστά σε μια τέτοια περίοδο και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμβιβαστεί με το σύστημα. Αυτή τη σκέψη, την εξέφρασε με το ύφος και τον τρόπο, που όλοι γνωρίζουμε.
Αυτός είναι ο Πανούσης, έτσι εκφράζεται, έτσι, αν θέλετε, διαφημίζει το προϊόν του και έτσι κερδίζει τα χρήματα από την καλλιτεχνική του δουλειά, για τα οποία μάλιστα κατηγορείται συχνά, λες και τα κλέβει.
Αυτό ήταν το «έγκλημα» του Πανούση στην Ελληνοφρένεια λοιπόν. Δεν είπε αυτά που όλοι ήθελαν να ακούσουν. Είπε την άποψή του. Αν δεν έλεγε τίποτα για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχαν πρόβλημα να τον ακούν να βρίζει το ΚΚΕ. Αν δεν έλεγε τίποτα για το ΚΚΕ, οι φίλοι του ΚΚΕ δεν θα είχαν επίσης πρόβλημα να τον ακούν να βρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα που καταφέρθηκε εναντίον όλων, μπήκε στο στόχαστρο, όχι όμως για να αποδομήσουν την άποψή του και να τον ξεμπροστιάσουν.
Αυτό που ακολούθησε σε σχόλια και στην Ελληνοφρένεια και στα κοινωνικά δίκτυα, ήταν 10% αντίθετη άποψη και 90% επίθεση όχι στην άποψη, αλλά στο πρόσωπο. Καμία έκπληξη.
Ο Πανούσης είναι Τζιμάκος, όταν βρίζει τους άλλους, αλλά γίνεται τζιπάκος, όταν θίγει τα δικά μας ιερά. Αν πει κάτι που δεν μας αρέσει, είναι ένας πουλημένος, που μένει σε ακριβή γειτονιά, βάζει ακριβά τη φιάλη στο μαγαζί και οδηγεί τζιπ και πάνω απ’ όλα δεν σέβεται τα όρια της σάτιρας, τα οποία για τον κάθε Έλληνα, ορίζονται ως εξής: Ό,τι με ενοχλεί και ό,τι θίγει το τεράστιο ΕΓΩ μου.
Θα έπρεπε ίσως να ζει στους δρόμους, να παίζει για φραγκοδίφραγκα και να μην ακούγεται και ίσως να αυτοκτονήσει κιόλας πικραμένος και ταλαιπωρημένος για να αγιοποιηθεί ως νεκρός αργότερα.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δεν θα’ μια πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δεν με άντεχες», όπως θα έλεγε ο Ν. Άσιμος, ο οποίος βασανίστηκε εν ζωή για να δοξαστεί μετά θάνατον, από τους ίδιους υποκριτές.
Οι νεκροί δεν είναι ενοχλητικοί. Ο Πανούσης όμως είναι ζωντανός και ενόχλησε για άλλη μια φορά. Ενόχλησε τόσο, που οι «συνάδελφοί» του στην Ελληνοφρένεια, την επομένη της εκπομπής επέσπευσαν την παρουσίαση ενός εξαιρετικού ηχητικού, με τους διαχρονικούς αγώνες του ελληνικού λαού, από την κατοχή μέχρι σήμερα. Αγώνες που ο Τζίμης Πανούσης, υμνεί όπου σταθεί και όπου βρεθεί, καθώς όπως λέει δεν πιστεύει στο Θεό, αλλά πιστεύει σε έναν Λαό παντοκράτορα.
Μάλιστα ο παρουσιαστής της εκπομπής είπε ότι ο λόγος για να προβληθεί τώρα και όχι την 28η Οκτωβρίου, το ηχητικό, ήταν τα όσα είπε ο Πανούσης και ότι το ηχητικό αυτό θα λειτουργήσει ως «Αγιασμός» για να φύγει το κακό.
Δεν χρειάστηκε Αγιασμός, όταν η εκπομπή είχε φιλοξενήσει τον Άδωνι Γεωργιάδη. Μνημονιακό τον περίμεναν, μνημονιακός τους πήγε. Δεν υπήρχαν δυσάρεστες εκπλήξεις και κυρίως δεν υπήρχε η «προδοσία» του να περιμένεις από τον άλλον να πει αυτά που θέλεις και αυτός να επιλέγει ως σατιρικός καλλιτέχνης να «προκαλέσει» ή να πει τα δικά του. Αυτό, ο φασίστας, που κουβαλάμε μέσα μας, δεν μπορεί να το αντέξει με τίποτα.
*Ο Μάνος Χωριανόπουλος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τον Μάιο του 2007 βρίσκεται στην 24 Μedia και είναι αρχισυντάκτης του News247.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου