Λαϊκισμός: Η ψευδαίσθηση της δημοκρατίας


 
 
 
 
 
 
 
 




 
 
Η εμφάνιση νέων κομμάτων στην πολιτική σκηνή της χώρας εκφράζει ένα έλλειμμα δημοκρατίας μέσα σε συνθήκες κρίσης εμπιστοσύνης του πολιτικού συστήματος και των θεσμών.
Δείχνει δηλαδή ότι υπάρχει ένα «εκ των κάτω» αίτημα για μια άλλου τύπου εκπροσώπηση. Αυτήν την «κοινωνική ζήτηση» ήρθαν να καλύψουν τα τελευταία χρόνια διάφοροι κομματικοί σχηματισμοί, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Υπάρχουν αναμφισβήτητα τεράστιες διαφορές ανάμεσά τους. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο που κάνει ώστε να «συγκλίνουν» μεταξύ τους η δεξιά με την αριστερή «προσφορά», παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους και τα διακριτά τους προτάγματα.
Το στοιχείο αυτό είναι ένα συγκεκριμένο πολεμικό πολιτικό ύφος που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί διαφορετικά συμβολικά υλικά και να προσκολλάται σε διαφορετικές ιδεολογικές περιοχές, λαμβάνοντας κάθε φορά την απόχρωση του τόπου που τον υποδέχεται. Πρόκειται για τον λαϊκισμό.
Τα νέα λαϊκιστικά κόμματα, φορείς οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας, από την ριζοσπαστική αριστερά, μέρος της κεντροαριστεράς μέχρι και την πιο εξτρεμιστική και ρατσιστική δεξιά μεταφέρουν ένα αίτημα πολιτικής εκπροσώπησης και σηματοδοτούν μια «κρίση» του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Απέναντι σε αυτήν την κρίση, οι νέοι σχηματισμοί σπεύδουν να εκφράσουν τους φόβους και τις ανησυχίες των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να «εκφραστούν». Μέσα από λαϊκιστικές κινητοποιητικές πρακτικές που προσλαμβάνουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά επιχειρείται η ανάδειξη αλλά και η οικειοποίηση των βαθύτερων λαϊκών αναγκών που έρχονται προφανώς σε αντιπαράθεση με τον «μικρόκοσμο» των πολιτικών ελίτ, σηματοδοτώντας έτσι μία ατέρμονη μάχη των «πολλών και αδύναμων» κατά των «λίγων και ισχυρών».
Σε αυτήν την κατασκευή του «εχθρού», που στη συγκεκριμένη περίπτωση προσλαμβάνει αντικομματικά χαρακτηριστικά, αφού τα παλιά κόμματα δεν μπορούν πλέον να αφουγκρασθούν τον λαό και τις βαθύτερες ανάγκες του, ενυπάρχει μια ισχυρή απόρριψη των διαμεσολαβήσεων που ίσχυαν σε περίοδο προ της κρίσης. Κατά συνέπεια, ένα νέο ηχηρό αίτημα για αμεσοδημοκρατικές μεθόδους αναδύεται.
 Στο πλαίσιο αυτό, ο «λαϊκισμός» θέλει να εκφράσει ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα αμεσότητας, εγγύτητας, διαφάνειας και γνησιότητας. Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι κατά πόσον η έγκληση για «αληθινή δημοκρατία», στις προδιαγραφές είτε μιας ριζοσπαστικής κινηματικής εκδοχής, είτε μιας συμμετοχικής/ηλεκτρονικής δημοκρατίας, συνιστά ή όχι μια πράξη δημαγωγίας που ταλαντεύεται ανάμεσα στον υπερδημοκρατισμό, τον ψευτοδημοκρατισμό, ή ακόμα και τον αντιδημοκρατισμό.
Η προβληματική αυτή, θεωρούμενη από μια διαφορετική αλλά παράλληλη σκοπιά, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσον μια λαϊκιστική δημοκρατία αμεσοδημοκρατικών πρακτικών συνιστά ή όχι ένα μεταβατικό στάδιο τέτοιο που θα μας εισάγει αργότερα σε μια πιο ενδυναμωμένη μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που έχει σημασία κατά τη γνώμη μας να διαπιστώσουμε είναι σε ποιο βαθμό τέτοια λαϊκιστικά εγχειρήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως θεσμικοί μηχανισμοί ενίσχυσης της αντιπροσώπευσης και της μετατροπής της σε μια πιο συμμετοχική μορφή δημοκρατίας.
 Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι στις περιπτώσεις που αναπτύχθηκαν λαϊκιστικά εγχειρήματα και ειδικά σε εκείνες που αυτά κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή, πολλές φορές αυτά αναγκάστηκαν να διαχειριστούν με συστημικό τρόπο τις κοινωνικές προϋποθέσεις και τις πολιτικές συνέπειες της ανάδειξής τους.
Αυτή είναι και η αυτοπεριοριστική, δεσμευτική φύση του λαϊκισμού εν γένει: δημιουργεί ο ίδιος τις ψευδαισθήσεις που στη συνέχεια θα περιορίσουν την δική του δράση. Λαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η θεσμοποίηση της πολιτικής είναι ο βασικός αντίπαλος του λαϊκιστικού φαινομένου, όταν αυτή η θεσμοποίηση επιχειρείται και το λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα έρχεται αντιμέτωπο με τα πραγματικά διλήμματα, τότε χάνει την αξιοπιστία του και αυτο-ακυρώνεται. Αρκετές φορές, η λαϊκιστική «απομάγευση» προκαλεί κοινωνικό κόστος και μπορεί να θέσει σε περιπέτεια τους δημοκρατικούς θεσμούς.
* Η Αναστασία Ε. Ηλιαδέλη είναι υποψήφια Διδάκτωρ «Συγκριτικής Πολιτικής» ΑΠΘ, υπότροφος ΙΠΕΠ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια για να αναπληρωθούν οι 1 εκατ. χαμένες θέσεις εργασίας

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο