Ο ιταλός ποιητής του «Δεκαήμερου», Βοκάκιος
Ο αναγεννησιακός ουμανιστής που τραγούδησε τον έρωτα στα ζοφερά χρόνια της πανώλης
Ανατρεπτικός καθώς ήταν, απέρριψε ανοιχτά την κατεστημένη σκέψη αλλά και το σύνολο της παραδοσιακής γραφής, μιλώντας τολμηρά για τα ανθρώπινα πάθη. Μέσα από το περιβόητο «Δεκαήμερό» του, αφηγήθηκε εκατό παραβολές για το θείο δώρο της ζωής σε μια εποχή που θέριζε μάλιστα η πανώλη και ο θάνατος.
Δέκα ημέρες, δέκα πρόσωπα, εκατό ιστορίες: ένα πλήθος περιστατικών και μια ατελείωτη σειρά μορφών από όλες τις κοινωνικές τάξεις παρελαύνουν από τις σελίδες του «Δεκαήμερου», με τις τολμηρές και σατιρικές ιστορίες που διηγούνται οι δέκα αφηγητές να φιλοτεχνούν μια σαγηνευτική ωδή στη ζωή. Η μοναδική αυτή άσκηση ύφους του Βοκάκιου έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς για την παγκόσμια λογοτεχνία, με τη μετουσίωση του θανάτου σε ζωή να παραμένει φάρος λογοτεχνικής μετωνυμίας.
Μέσα στον όλεθρο που άφησε πίσω της στη Φλωρεντία η επιδημία πανώλης του 1348, ο Βοκάκιος καταβυθίστηκε στην τέχνη για να μας χαρίσει μια ευχάριστη και πολυσύνθετη αφήγηση, η οποία θα τον ενθρόνιζε ως έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες όλων των εποχών…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζιοβάνι Μποκάτσιο (Βοκάκιος εξελληνισμένα) γεννιέται πιθανότατα το 1313 στη Φλωρεντία ή σε κοντινό χωριό ως νόθος γιος τοσκανού εμπόρου, αν και για τη χρονιά γέννησής του δεν υπάρχουν μητρώα και ιστορική συναίνεση. Ακόμα και η βιολογική του μητέρα είναι άγνωστη (είτε παριζιάνα αριστοκράτισσα είτε κοπέλα ταπεινής καταγωγής), ο ευκατάστατος πατέρας τον αναγνώρισε πάντως και τον πήρε μαζί του παρά τις αντιρρήσεις της νόμιμης συζύγου του, μιας κοντέσας της περιοχής.
Ο έμπορος Μποκάτσιο ντι Τσελίνο είχε μετακομίσει στη Φλωρεντία το 1312 για να δουλέψει στην πανίσχυρη τράπεζα Μπάρντι και Περούτζι και απέκτησε πλούτη και υψηλόβαθμες διασυνδέσεις. Ο Τζιοβάνι πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Φλωρεντία, αν και σύμφωνα με τις αυτοβιογραφικές αναφορές του, δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένα, καθώς αγάπησε από μικρός τη λογοτεχνία (ήδη από τα εφτά του χρόνια) και ήθελε να ακολουθήσει τον δρόμο του Δάντη και του Πετράρχη, αν και ο πατέρας δεν ήθελε να ακούσει καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το 1321, ο Τζιοβάνι θα βρεθεί να μαθαίνει λατινικά, αν και ο πατέρας θα έχει τον τελικό λόγο παίρνοντάς τον μαζί του στη Νάπολη το 1327 για να μαθητεύσει στην οικονομία και τους νόμους της αγοράς. Έπειτα από έξι χρόνια άγονης προπαρασκευής στο υποκατάστημα της τράπεζας, μια περίοδο που μίσησε όσο τίποτα ο Βοκάκιος, ήταν πια ώρα να ακολουθήσει την καρδιά του.
Η περίοδος αυτή δεν πήγε μάλιστα ολότελα χαμένη, αφού μέσω των διασυνδέσεων του πατέρα του (που είχε γίνει εντωμεταξύ οικονομικός σύμβουλος του βασιλιά Ροβέρτου της Νάπολης) έγινε δεκτός στη σοφιστικέ αυλή που τόσο αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα. Κι έτσι παράλληλα με τη δουλειά του ως τραπεζικός υπάλληλος, μαθήτευε δίπλα σε αστρονόμους, δικηγόρους και λογοτέχνες, οι οποίοι θα τον φέρουν σε επαφή με τα γραπτά της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, της λατινικής γραμματείας αλλά και της γαλλικής μεσαιωνικής πεζογραφίας.
Μέσα στο καλλιεργημένο αυτό περιβάλλον αποφασίζει ο Βοκάκιος να στραφεί αποκλειστικά στη γραφή βρίσκοντας ταυτοχρόνως τη μούσα του: το Μεγάλο Σάββατο του 1336 γνωρίζει στον καθεδρικό της Νάπολης μια όμορφη νεαρή αριστοκράτισσα που αποκαλεί στα έργα του Φιαμμέτα (πιθανότατα την κόρη του βασιλιά της πόλης), η οποία για ένα διάστημα ανταποκρίθηκε στον έρωτά του και μετατράπηκε έτσι στην απόλυτη έμπνευση για όλα του τα πρώιμα ιταλικά έργα…
Πρώτα έργα
Τα πρώτα ποιήματα του Βοκάκιου απαθανάτιζαν τον έρωτά του για τη Φιαμμέτα και περιέγραφαν τα τεκταινόμενα στη ναπολιτάνικη βασιλική αυλή μέσα από αλληγορίες και φανταστικά περιστατικά. Ξεκινώντας από το 1334, άρχισε να δημοσιεύει τις πρώτες του ερωτικές συνθέσεις, μεταξύ των οποίων και δύο ιστορίες που θα επανεμφανίζονταν αργότερα στο «Δεκαήμερο».
Στα ποιήματα της εποχής κατάφερε να αγορεύσει ακόμα και λαϊκά ιταλικά ρητά σε μορφή τέχνης, εκφράζοντας συναισθήματα με μια πρωτοφανή για την εποχή τολμηρότητα. Ο «Φιλόστρατος» μάλιστα ενέπνευσε αργότερα μέχρι και τον Σέξπιρ, την ίδια στιγμή που τα πρώτα του αυτά ποιήματα βρήκαν μεγάλη απήχηση στη ναπολιτάνικη αριστοκρατία. Ξεχωρίζουν το μικρό ποίημα «Το κυνήγι της Άρτεμης», ο «Φιλόκαλος», ο «Φιλόστρατος» φυσικά, το ειδυλλιακό παραμύθι «Νυμφαίος του Αμέτο», το αλληγορικό ποίημα «Ερωτικό όραμα», το ερωτικό διήγημα με μορφή ερωτικού έπους «Φιαμμέτα» και το μυθολογικό ειδύλλιο «Νυμφαίος του Φιέζολε».
Το 1340, ο πατέρας του έχασε τα πάντα από την πτώχευση της τράπεζας και ανακάλεσε τον Βοκάκιο πίσω στη Φλωρεντία, κάτι που ανέτρεψε τη λογοτεχνική καριέρα που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι θα έκανε στη Νάπολη. Για την περίοδο αυτή ελάχιστα είναι γνωστά ή ιστορικά επιβεβαιωμένα, αν και τα έργα μεταξύ 1341-1346 αποκαλύπτουν μια στροφή στις συγγραφικές του αναζητήσεις, καθώς πλέον στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στις αλληγορίες, με την ώριμη τώρα γραφή του να προοιωνίζει το «Δεκαήμερο».
Ξέρουμε πάντως ότι το 1346 βρίσκεται στη Ραβένα, καλεσμένος στην εκεί βασιλική αυλή, και την επόμενη χρονιά θα βρεθεί για σύντομο διάστημα στην αγαπημένη του Νάπολη. Το 1348 ήταν στα σίγουρα στη Φλωρεντία όταν χτύπησε η επιδημία πανώλης που έσπειρε την καταστροφή στην πόλη και θα απαθανατιζόταν στο «Δεκαήμερο», όπως και το 1349, τη χρονιά θανάτου του πατέρα του, όταν η φήμη του άρχισε να προηγείται εντός των τειχών της πόλης. Μέχρι τότε είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει το «Δεκαήμερο», το οποίο ολοκληρώθηκε το 1353 (ή 1355, κατά άλλες πηγές)…
Το «Δεκαήμερο»
Το μεγάλο αριστούργημα του Βοκάκιου γράφτηκε στα σκοτεινά χρόνια της πανώλης και πρόκειται για ένα πολυσύνθετο έργο που συνεχίζουν να αναλύουν οι φιλόλογοι σε όλους αυτούς τους αιώνες. Ο Βοκάκιος διηγείται μέσα σε 850 σελίδες πώς εφτά νέες γυναίκες και τρεις νεαροί άντρες εγκαταλείπουν την πόλη και καταφεύγουν σε μια μακρινή εξοχική κατοικία περιμένοντας να κοπάσει η συμφορά. Η παρέα αποφασίζει για να σκοτώσει την ώρα της να αφηγηθεί διάφορες ιστορίες κατά τη διάρκεια του δεκαημέρου που κρατάει η εκδρομή. Οι πηγές του έργου πολλές και διάφορες, από αρχαίες και ανατολικές παραδόσεις, ιταλούς προδρόμους και εκκλησιαστικούς θρύλους μέχρι και χρονικά πόλεων και ηγεμόνων, λαϊκά ρητά, ανέκδοτα και ελάχιστα εφευρήματα του συγγραφέα.
Η λογοτεχνική αξία του αριστουργήματος αυτού της παγκόσμιας γραφής δεν έγκειται λοιπόν στην όποια πρωτοτυπία των θεμάτων του, αλλά αποκλειστικά στην απόδοσή τους, την καλλιτεχνική παραλλαγή γνωστών μοτίβων και τον ασυνήθιστα παιγνιώδη τρόπο της καταγραφής τους. Ο Βοκάκιος αναπαριστά τη ζωή με τρόπο «γήινο», μακριά από ηθοπλασίες και διδάγματα. Τίποτα δεν είναι ιερό ώστε να μην μπορεί να περιγραφεί («Δεν υπάρχει πράγμα τόσο άτιμο που να προσβάλει εάν αυτό λέγεται με τίμια λόγια: και αυτό μου φαίνεται ότι εδώ το έχω κάνει αρκετά καλά») και ο συγγραφέας αποκαλύπτει με τόλμη τα ανθρώπινα πάθη, κάτι που θα ωθήσει πολλούς συγχρόνους του να το χαρακτηρίσουν «έκφυλο» και «πρόστυχο». Ο ίδιος ο Βοκάκιος μετάνιωσε στα τελευταία του που το είχε δημοσιεύσει, αν και μέχρι τότε το «Δεκαήμερο» ήταν γνωστό στα πέρατα της μεσαιωνικής Ευρώπης, ως πρότυπο ιταλικής λογοτεχνίας…
Άλλα έργα και κατοπινά χρόνια
Το φθινόπωρο του 1350, ο Βοκάκιος υποδέχεται ως καλεσμένο του στη Φλωρεντία τον εθνικό ποιητή της Ιταλίας, Πετράρχη (Φραντσέσκο Πετράρκα), τον λογοτεχνικό του «δάσκαλο», όπως τον αποκαλούσε ο νεότερός του Βοκάκιος. Αυτή θα ήταν η αρχή μιας παντοτινής φιλίας, η οποία έφτασε ως εμάς μέσα από την ελάχιστη μεν, δηλωτική δε επιστολογραφία τους.
Ο Πετράρχης μύησε τον Βοκάκιο στον αναγεννησιακό ουμανισμό και περαιτέρω στη λατινική και αρχαιοελληνική λογοτεχνία, κάτι που εκφράζεται στις λατινικές πραγματείες του καιρού: «Περί της γενεαλογίας των θεών» (η πρώτη ταυτόχρονα μυθολογική εγκυκλοπαίδεια), «Βουκολικό άσμα», «Περί των ενδόξων ανδρών», «Περί ορέων και δασών» και το magnum opus του στη δοκιμιακή του φαρέτρα, το «Περί διασήμων γυναικών».
Μεταξύ 1350-1354 τιμήθηκε από το βασίλειο της Φλωρεντίας με κρατικά αξιώματα και στάλθηκε σε πλήθος διπλωματικών αποστολών ως προβεβλημένο μέλος της τοπικής κοινωνίας. Από το 1355-1360 συνέχισε να συντάσσει τις λατινικές του πραγματείες, σε πλήθος τόμων η καθεμιά, που περιλαμβάνουν από πλήρη κατάλογο των γεωγραφικών προσωνυμίων που συναντάμε στους κλασικούς συγγραφείς μέχρι και βιογραφίες 104 γνωστών γυναικών (από τη βιβλική Εύα μέχρι και πριγκίπισσες της εποχής του).
Κάτω από τις δικές του υποδείξεις μεταφράστηκαν στα ιταλικά τα ομηρικά έπη και έβαλε τους μαθητές του να αρχίσουν να διδάσκουν ελληνικά στη Φλωρεντία και την Τοσκάνη, με την οικία του να έχει μετατραπεί σε αιχμή του δόρατος του αναγεννησιακού ανθρωπισμού.
Το 1362 ένας μοναχός τον προσέγγισε και τον ενημέρωσε για την προφητεία του για τον άμεσο θάνατο του Βοκάκιου, συνιστώντας του να εγκαταλείψει άμεσα τις επίγειες ασχολίες του και να αφιερωθεί στον Θεό. Βαθύτατα συγκλονισμένος, ο Βοκάκιος αποκήρυξε τα έργα του και θέλησε να τα καταστρέψει και χωρίς τη σωτήρια παρέμβαση του Πετράρχη, η εργογραφία του μπορεί να ήταν παρελθόν.
Με τα οικονομικά του για άλλη μια φορά σε κακή κατάσταση, πήγε στη Νάπολη ψάχνοντας υποστήριξη από τους αριστοκράτες θαυμαστές του, αν και έφυγε σύντομα καθώς κανείς δεν τον χρηματοδότησε. Αφού πέρασε ένα τρίμηνο δίπλα στον Πετράρχη στη Βενετία (1363), λειτούργησε άλλες δύο φορές ως πρεσβευτής της Φλωρεντίας στον πάπα Ουρβανό Ε’ (1365 και 1367) και προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τη θέση του στη ναπολιτάνικη κοινωνία (1370).
Αποθαρρυμένος, αποσύρθηκε σε χωριουδάκι στα περίχωρα της Φλωρεντίας, όπου παρά την κακή κατάσταση της υγείας του διάβαζε καθημερινά αποσπάσματα της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη στον καθεδρικό της πόλης. Εκεί έμαθε αργοπορημένα τα νέα για τον θάνατο του καλού του φίλου Πετράρχη το 1374 και στις 21 Δεκεμβρίου 1375 ο Βοκάκιος άφησε την τελευταία του πνοή ως ένας από τη σπουδαία συγγραφική τριανδρία της αναγεννησιακής Ιταλίας…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου