3 νέοι Έλληνες δημιουργοί που ξεχώρισαν στη Δράμα

ΑΘΗΝΑ 21/09/2015

Μία «οικο- τρομοκράτισσα» διακινεί κρυφά σπόρους λαχανικών στα Εξάρχεια του μέλλοντος. 'Ενας νεαρός γιάπης στην Κοπεγχάγη, λάτρης των ακριβών ρούχων, των πολυτελών εστιατορίων αλλά και των διαδικτυακών γνωριμιών. Ένας ηλικιωμένος άντρας προσπαθεί να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της αγαπημένης του συζύγου.

Είναι οι ήρωες των τριών ελληνικών ταινιών μικρού μήκους («Σπόρος», «Euroman» και «Σύκο») στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του 38ου φεστιβάλ μικρού μήκους Δράμας, που ολοκληρώθηκε το Σάββατο με την απονομή των βραβείων.

Οι δημιουργοί τους, Ιφιγένεια Κοτσώνη, Γαβριήλ Τζάφκας και Νίκος Κολοβός ζουν και δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Παρόλο που η Ελλάδα δεν σταματά ν' αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους ίδιους, οι τρεις νέοι δημιουργοί δεν έχουν στα άμεσα σχέδια τους την επιστροφή στην χώρα τους.

«Ο «Σπόρος» είναι ένας εφιάλτης, μέσα στον οποίο κάπου πολύ βαθιά και ντροπαλά ζει η σκέψη ότι ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα για την ανθρωπότητα και τη ζωή γενικότερα» λέει η Ιφιγένεια Κοτσώνη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Εγκατεστημένη τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, πιστεύει ότι το να κάνεις σήμερα σινεμά στην Ελλάδα αφορά «μόνο τους πολύ παθιασμένους». «Απαιτεί πολλές ώρες σκληρής δουλειάς κυρίως επειδή τα χρήματα για την παραγωγή είναι περιορισμένα και μια μεγάλη δόση εφευρετικότητας για να βρεθούν λύσεις εκεί που δεν υπάρχουν. Από την εμπειρία κρατάω τη χαρά της ομαδικής προσπάθειας και την ικανοποίηση, όταν τα καταφέρνεις παρά τις δυσκολίες» παραδέχεται.

Με σπουδές σεναρίου στην Οξφόρδη και σκηνοθεσίας στο Λονδίνο, η Ιφιγένεια Κοτσώνη, ξεκίνησε τη κινηματογραφική της διαδρομή ως σεναριογράφος («Γαμήλιο πάρτι», «Σε είδα», «Εν λευκώ») και θεωρείται από τα γυναικεία ανερχόμενα ταλέντα. To 2012 έκανε τη πρώτη της σκηνοθετική προσπάθεια με τη μικρού μήκους ταινία «Evergreen» που χρηματοδοτήθηκε με crowd funding και συμμετείχε σε διάφορα φεστιβάλ στην Ελλάδα, Ιταλία Ρουμανία, ΗΠΑ και στο Short Film Corner στις Κάννες.

Η δεύτερη της ταινία, ο «Σπόρος», διαδραματίζεται στην Αθήνα του μέλλοντος. Μια εφιαλτική πόλη, όπου η τεχνολογική εξέλιξη ελέγχει με τσιπάκια τους κατοίκους και η καλλιέργεια των φυτών είναι παράνομη. Η Νάλα (την ερμηνεύει εξαιρετικά η Γιούλικα Σκαφιδά) διακινεί κρυφά μη μεταλλαγμένους σπόρους μέχρι που τη συλλαμβάνει η αστυνομία και την καταδικάζει σε πέντε χρόνια «επανένταξη».

Για τον Γαβριήλ Τζάφκα, μετά τον εξαιρετικό του «Ναυτικό» που είχαμε δει πέρσι στην Δράμα, σειρά παίρνει τώρα το καλογυρισμένο «Euroman», που καταγράφει με αλληγορικό τρόπο την «κατάρρευση» της Ευρώπης σήμερα. Δανείζεται τον τίτλο της ταινίας του από το όνομα ενός ανδρικού λάιφ- στάιλ περιοδικού, που κυκλοφορεί στη Δανία και προτείνει tips για το πώς πρέπει να είναι ο σύγχρονος άνδρας του δυτικού κόσμου -από το τι αυτοκίνητο πρέπει να οδηγεί, μέχρι τι ρολόι πρέπει να φοράει. «Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη είναι καταιγιστικές. Θέλησα λοιπόν να κάνω ένα σχόλιο στην ουσία του ζητήματος, που δεν είναι άλλο παρά ο τρόπος που έχουμε αποφασίσει να ζήσουμε» αναφέρει ο Γ. Τζάφκας.

Στην ταινία του ένας νεαρός άνδρας εξακολουθεί να ζει πολυτελώς, ενώ η εταιρεία του έχει καταρρεύσει, μέχρι που τον πετάνε έξω από το ακριβό μπαρ που διασκεδάζει με τους φίλους του, αφού η πιστωτική του κάρτα δεν έχει πλέον αντίκρισμα.

«Το φιλμ είναι μια άκρως στιλιζαρισμένη αποδόμηση αυτού του τρόπου ζωής» λέει ο σκηνοθέτης. «Ο «Euroman» της ταινίας προσπαθεί πάρα πολύ να είναι αυτό που ο κόσμος θέλει: πετυχημένος. Όμως πρόκειται για μια προσποιητή ευτυχία, παρά για απόρροια πραγματικών κόπων αυτού του άντρα. Με αποτέλεσμα, ενώ τα κάνει όλα σωστά, να βρεθεί στο τέλος και πάλι στην απ' έξω».

Απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με μάστερ στη σκηνοθεσία, ο Γαβριήλ Τζάφκας ζει και εργάζεται εδώ και 3,5 χρόνια στην Κοπεγχάγη, ενώ από το 2013 είναι μέλος του Super16/Nordisk Film και της Ένωσης Σκηνοθετών Δανίας. Για την ταινία συνεργάστηκε αποκλειστικά με Δανούς συντελεστές. «Με μεγάλη μου χαρά δεν χρειάζεται να επιστρέψω στην Ελλάδα. Ο λόγος που έφυγα ήταν ότι ή έπρεπε να αλλάξω επάγγελμα ή να πουλήσω χωράφια που δεν έχω» επισημαίνει. «Δεν μπορείς να κάνεις κινηματογράφο και να είσαι ζητιάνος ταυτόχρονα. Αν θέλουμε έναν καλό σκηνοθέτη πρέπει να έχει το χρόνο ν' αφιερωθεί στην Τέχνη του και όχι να ζητιανεύει κάθε μέρα από το ΥΠΠΟ ή το Κέντρο Κινηματογράφου, να ζητάει τα δεδουλευμένα ή να αγωνίζεται να βρει τον τρόπο για να εξασφαλίσει κάποια λίγα χρήματα για την επιβίωση του».

Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, η διαφορά με τη Δανία είναι ότι εκεί δεν γίνεται συζήτηση για τα αυτονόητα. «Υπάρχει πιο εύκολη πρόσβαση σε όλο το τεχνικό κομμάτι, χωρίς να πληρώσεις μεγάλα ποσά, κάτι που στην Ελλάδα ακόμα πασχίζεις. Η Πολιτεία και το Κέντρο Κινηματογράφου στηρίζει τους νέους δημιουργούς. Επιπλέον, μεγάλες διαφορές εντοπίζω και στο κομμάτι της εκπαίδευσης. Στη Δανία τα παιδιά είναι πιο εξοικειωμένα με την εικόνα. Από τα 13 τους χρόνια έχουν την δυνατότητα να γυρίζουν ταινίες στα σχολεία. Οπότε όταν φτάνουν στα 20 είναι ήδη σε ένα επίπεδο. Δεν ξεκινάνε από την αρχή μπαίνοντας σε μια σχολή» προσθέτει.

Η Ελλάδα, βέβαια, δεν παύει να είναι «παρούσα» στις ταινίες του από την πρώτη κιόλας μικρού μήκους τη «Χάρη» (2007) -μεταφορά ενός διηγήματος του Γ. Χειμωνά- μέχρι την προτελευταία το «Ναυτικό» (2014) που βασιζόταν σε διήγημα του Ν. Καββαδία. «Δεν μπορώ να της ξεφύγω» λέει ο Γ. Τζάφκας «ακόμα και το Euroman είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την Ελλάδα. Ίσως κάποιοι δουν και την Ελλάδα στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή».

Η τρίτη ελληνική ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του Φεστιβάλ της Δράμας είναι το «Σύκο», μια σουηδική και ελληνική συμπαραγωγή «για τον άνθρωπο, για την δύναμη της αγάπης, για τον σεβασμό, την γενναιοδωρία. Για αξίες που έχουμε ξεχάσει» αναφέρει ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Νικόλας Κολοβός που γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Σουηδία ως σεναριογράφος, συγγραφέας και σκηνοθέτης.

Έχοντας γυρίσει μερικές από τις καλύτερες μικρού μήκους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, όπως το βραβευμένο σε πολλά φεστιβάλ (ανάμεσά τους και στη Δράμα) «I am Gay», o Νικόλας Κολοβός καταθέτει με το «Σύκο» μία δυνατή ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αφηγείται τη συναρπαστική περιπέτεια ενός ηλικιωμένου άνδρα, του Κώστα, στην προσπάθεια του να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της βαριάς άρρωστης γυναίκας του, που δεν είναι άλλη από το να της φέρει να φάει ένα σύκο. Ο χρόνος όμως είναι λίγος και ο Κώστας γέρος. Η επιστροφή του στο σπίτι με το σύκο μετατρέπεται σε μια μικρή προσωπική οδύσσεια, καθώς περνά δύσκολες στιγμές μέσα στην απρόβλεπτη και σκληρή φύση.

Πρόκειται για την πρώτη του ταινία εξολοκλήρου γυρισμένη στην Ελλάδα στα Ζαγοροχώρια. «Έναν τόπο που από μόνος του έχει μια άλλη ενέργεια. Αυτό που ξεχώρισα είναι η συνεργασία που είχα με τους Έλληνες συναδέλφους μου, το μεράκι τους και την αισιοδοξία τους, ώστε να έχουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα» λέει ο σκηνοθέτης. Πρωταγωνιστούν οι Κώστας Λάσκος, Βιβή Πετραλίδου και Κατερίνα Μισιχρόνη. Τη μουσική έγραψε ο Σταύρος Γασπαράτος.

Ο Νικόλας Κολοβός δεν εντοπίζει σημαντικές διαφορές στο να κάνεις σινεμά στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα, όσον αφορά στο καλλιτεχνικό μέρος, μιας και η Τέχνη του κινηματογράφου είναι διεθνής. Φυσικά η ουσιαστική διαφορά έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση των ταινιών. «Στην Ελλάδα ό,τι έχει σχέση με χρήματα δεν λειτουργεί καλά. Βέβαια μπορεί να μην υπάρχουν πολλά λεφτά, αλλά υπάρχουν άνθρωποι με πολύ μυαλό και όρεξη για δουλειά» επισημαίνει.

Τώρα ετοιμάζει τη μεγάλου μήκους ταινία του για μία οικογένεια Ελλήνων ομογενών που ζει στη Σουηδία. Αλλά όνειρό του είναι «να κάνει μια ταινία μεγάλου μήκους και στην Ελλάδα, αν βρει ένα καλό σενάριο που το πιστεύει» καταλήγει.

Νάντια Μπακοπούλου (ΑΜΠΕ)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια για να αναπληρωθούν οι 1 εκατ. χαμένες θέσεις εργασίας

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο