Time: Γιατί αγνόησαν τη μεγαλύτερη διαμαρτυρία στην ιστορία ;
Πριν από δέκα χρόνια, ο κόσμος είδε αυτό που, κατά κάποιον τρόπο, ήταν η μεγαλύτερη ενιαία συντονισμένη διαμαρτυρία στην ιστορία. Περίπου 10 – 15 εκατ. άνθρωποι (οι εκτιμήσεις ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό) συγκεντρώθηκαν και διαδήλωσαν σε περισσότερες από εξακόσιες πόλεις: περί τα τρία εκατομμύρια πλημμύρισαν τους δρόμους της Ρώμης. Πάνω από ένα εκατομμύριο συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο και τη Βαρκελώνη. Περίπου 200.000 συγκεντρώθηκαν στο Σαν Φρανσίσκο και τη Νέα Υόρκη. Από το Όκλαντ στο Βανκούβερ -και παντού στο ενδιάμεσο- δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους, ενώνοντας τις φωνές τους σε ένα απλό, παγκόσμιο μήνυμα: Όχι στον πόλεμο του Ιράκ. Τι απέγινε αυτό το αίτημα; Γράφει ο Ishaan Tharoor στο Time.
Ήμουν στην αντιπολεμική διαδήλωση στο Μανχάταν στις 15 Φλεβάρη του 2003, ένα χειμωνιάτικο Σάββατο. Οι διαδηλωτές είχαν εξαπλωθεί σε χιλιόμετρα, περνώντας από τα οδοφράγματα της αστυνομίας και προσπαθώντας να κατευθυνθούν στα Ηνωμένα Έθνη, όπου δέκα μέρες νωρίτερα ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ είχε παρουσιάσει ό,τι γνωρίζουμε σήμερα ότι ήταν ψεύτικες πληροφορίες για τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ. Το πλήθος στη Νέα Υόρκη ήταν ποικιλόμορφο και τεράστιο.
Υπήρχαν αναρχικοί και βετεράνοι στρατιωτικοί, δυναμικοί φοιτητές και ένα ετερόκλητο πλήθος από γερασμένους ειρηνιστές –πολλοί από τους οποίους, ανάμεσά τους και μια απίστευτη γιαγιά σε αναπηρική καρέκλα, είχαν αντιταχθεί στην αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ. Και υπήρχαν μυριάδες άλλοι: μια ομάδα από τα προάστια που κρατούσε πανό αποδίδοντας στον εαυτό της τον τίτλο «Soccer Moms ενάντια στον Πόλεμο», μουσικοί, καλλιτέχνες του δρόμου, και καθημερινοί Νεοϋορκέζοι. Ο θείος μου, ένας γιατρός με εμπειρία τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Ινδία, είχε ενταχτεί και αυτός στο πλήθος.
Η συντριπτική αίσθηση στους δρόμους της Νέας Υόρκης, παρά το γκρίζο της αστυνομίας και το κρύο εκείνο το απόγευμα του Φλεβάρη, ήταν αυτή της ενότητας και της ελπίδας. Όλοι συζητούσαν για το μέγεθος των διαδηλώσεων αλλού. Ένα άρθρο στους New York Times, σύντομα θα έγραφε: «Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις: οι ΗΠΑ και η παγκόσμια κοινή γνώμη». «Νόμιζα ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ενώνουν τις φωνές τους για να ακουστούν. Σίγουρα δεν μπορεί να αγνοηθούν» έλεγε στο Time η μαροκινο- αμερικανίδα συγγραφέας Laila Lalami. «Αλλά αγνοήθηκαν». Κι έτσι ήταν. Έχουμε αποτύχει.
Ένα μήνα αργότερα, οι ΗΠΑ άνοιγαν το δρόμο και περνούσαν μέσα από τις πόλεις του Ιράκ και την άμυνα του Σαντάμ Χουσεΐν και εισέρχονταν -αν και δεν το γνώριζαν ακόμα- σε μια δεκαετή σχεδόν κατοχή. Οι διαμαρτυρίες, οι οποίες με κάθε μέτρο ήταν ένα παγκόσμιο ιστορικό γεγονός, αγνοήθηκαν με επιδεικτική αδιαφορία από την κυβέρνηση Μπους και ένα Κογκρέσο που ενέκρινε τον πόλεμο. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε παρακαμφθεί και σε μεγάλο βαθμό τα ανίσχυρα, συμβατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης έκαναν ελάχιστα για να καλύψουν τα τύμπανα του πολέμου της Ουάσιγκτον.
Μια δεκαετία αργότερα, είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η επίδειξη της δύναμης του λαού στις 15 Φεβρουαρίου αποδείχθηκε τόσο αναποτελεσματική. Η ένοπλη δικαιοσύνη της Αμερικανικής στην μετά την 9/11 περίοδο έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο ταπεινή Δύση, επιβαρυμένη με πόλεμους που δεν κερδίζονται, οικονομικές κρίσεις και έναν ημι-μόνιμο φόβο για την πολιτική δυσλειτουργία.
Επιπλέον, η έκρηξη των social media τα τελευταία χρόνια επέτρεψε στα άγνωστα επεισόδια διαφωνίας μέχρι πρότινος να φτάσουν στο φως και να αναδιαμορφώσουν την παγκόσμια συζήτηση. Οι διαμαρτυρίες έχουν σημασία και πάλι. Οι δημόσιοι χώροι-από την πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου ως την Πουέρτα ντελ Σολ της Μαδρίτης και το μικρό πάρκο Ζουκότι στη Νέα Υόρκη- έγιναν χώροι μιας νέας δημοκρατικής ζωτικότητας. Ωστόσο, οι μαζικές διαμαρτυρίες αντι-λιτότητας που συγκλόνισαν την Ευρώπη ή ακόμη και οι μεγαλύτερες ενέργειες του κινήματος Occupy Wall Street δεν έφταναν σε μέγεθος αυτό που συνέβη στις 15 Φλεβάρη του 2003.
Έχουμε χρόνο ακόμα για να επαναθεωρήσουμε τις δικαιολογίες πίσω από την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, δέκα χρόνια μετά το γεγονός. Οι τάξεις των cheerleaders του πολέμου έχουν αραιώσει στα χρόνια που μεσολάβησαν, με διάφορους δημοσιογράφους και αναλυτές στις ΗΠΑ να προσφέρουν το mea culpa τους επειδή υποστήριξαν τον πόλεμο τόσο αναντίρρητα.
Ένας δικτάτορας εκδιώχθηκε, αλλά περισσότεροι από 100.000 Ιρακινοί έχουν πεθάνει, καθώς και 4.804 στρατιώτες των ΗΠΑ και των συμμάχων. Οι ΗΠΑ δαπάνησαν σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για έναν προληπτικό πόλεμο που δεν ήταν απαραίτητος και την άσκηση ανοικοδόμησης ενός έθνους που έχει αποφέρει μόνο εύθραυστα, αβέβαια κέρδη. Απέχοντας πολύ από το «αποστολή εξετελέσθη», η αμερικανική περιπέτεια στο Ιράκ έχει γίνει μια προειδοποιητική ιστορία της ύβρεως και του κακού σχεδιασμού.
Είναι σαφές ότι η σημερινή απροθυμία της Δύσης να αναλάβει πιο άμεση δράση για τον τερματισμό του αιματηρού εμφύλιου πολέμου στη Συρία είναι, εν μέρει, μια κληρονομιά από την εμπειρία των ΗΠΑ στο Ιράκ, όπου η αποσύνθεση του καθεστώτος γέννησε μια ολόκληρη νέα φάση θρησκευτικής σφαγής και χάους.
Αλλά δεν υπάρχει καμία ικανοποίηση από το να κοιτάζουμε πίσω και να λέμε «στο είχα είπα» -όχι με το αίμα που έχει χυθεί και συνεχίζει να χύνεται. Αυτή η βαθιά αλληλεγγύη που ένιωσα πριν από δέκα χρόνια έχει ξεθωριάσει σε μια μορφή παραίτησης και θλίψης. Σε μια περιοχή τόσο περίπλοκη και πολιτικά ασταθή, όπως η Μέση Ανατολή, οι σταθερές ηθικές θέσεις είναι δύσκολες. «Το αίτημά μας ήταν απλό [στις 15 Φεβρουαρίου] και είχαμε δίκιο», λέει η Sofia Fenner, υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. «Αυτό που δεν συνειδητοποιούσαμε την εποχή εκείνη ήταν ότι, όταν ο πόλεμος προχώρησε, τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τόσο απλό και πάλι».
world.time.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου