Ακριβό μου βιβλίο
Ανθρωποι της βιβλιαγοράς μιλούν για το πρόβλημα
Τις τελευταίες μέρες, με
πρωτοβουλία μιας ομάδας ανθρώπων που διατηρούν βιβλιοφιλικά ιστολόγια
-Librofilo, Anagnostria, Βιβλιοκαφέ, Διαβάζοντας, Εαρινή Συμφωνία κ.ά.-,
κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο μια έκκληση προς τους εκδότες για τη μείωση
της τιμής των καινούργιων βιβλίων.
«Αντιλαμβανόμαστε», γράφουν, «τις ποικίλες δυσκολίες από τις
υποχρεώσεις σας στους εργαζόμενους, το κόστος του χαρτιού, τα βάρη των
δικαιωμάτων, των μεταφράσεων, κ.ο.κ., μέσα μάλιστα στις ιδιαιτερότητες
της ελληνικής αγοράς, με τους γλωσσικούς της περιορισμούς και τον
ελάχιστο πληθυσμό. Ομως και πάλι, το βιβλίο, ακριβώς στην παρούσα φάση,
οφείλουμε να το διαδώσουμε ως αγαθό και όχι ως πολυτέλεια των ολίγων».
Είναι όντως ακριβοί οι καινούργιοι τίτλοι; Αν σκεφτούμε ότι το εισόδημα εκείνων που στήριζαν τη βιβλιαγορά τόσα χρόνια έχει υποστεί καθίζηση, φυσικά και είναι ακριβοί. Αν μάλιστα συγκρίνουμε τις τιμές τους μ' εκείνες των παλιότερων και κάθε άλλο παρά ασήμαντων τίτλων που, από την ανάγκη των εκδοτών για ρευστό, διατίθενται αφειδώς στους πάγκους με τις προσφορές ή σε κάθε λογής παζάρια, οι φρεσκοτυπωμένοι φαντάζουν πανάκριβοι.
Προσπάθειες μείωσης
Σύμφωνα, εντούτοις, με τον επικεφαλής των βιβλιοπωλείων «Πρωτοπορία» Βαγγέλη Τρικεριώτη, «σπάνια πλέον βλέπεις εκδόσεις που να τιμολογούνται με 25 ή 30 ευρώ, όπως συνέβαινε το προηγούμενο διάστημα. Προ κρίσης, ένας καινούργιος τίτλος του Ουμπέρτο Εκο θα πωλούνταν γύρω στα 28 ευρώ, ενώ σήμερα ο "Ψυχογιός" τον κοστολογεί στα 17 με 18».
Οτι γίνονται προσπάθειες μείωσης, γίνονται, ειδικά από κάποιες μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις, αλλά σε αντίθεση με τις τιμές των θεατρικών και κινηματογραφικών εισιτηρίων ή μ' εκείνες των ποτών στα μπαρ, αυτές των βιβλίων, σε γενικές γραμμές, εκλαμβάνονται ως αδικαιολόγητα υψηλές. Ωστόσο, όπως επισημαίνει στο δικό του ιστολόγιο και ο ετυμολόγος και λεξικογράφος Νίκος Σαραντάκος, η λογική τέτοιων συγκρίσεων είναι μπακαλίστικη: η ανάγνωση ενός βιβλίου διαρκεί πολύ περισσότερο, το ίδιο αντίτυπο μπορεί να το διαβάσουν κι άλλοι, ο δε αγοραστής του μπορεί να το διαβάζει ξανά και ξανά, απολύτως δωρεάν.
Οπως ισχυρίζεται ο Νώντας Παπαγεωργίου του «Μεταίχμιου», «εμείς, κατά την τελευταία διετία, μειώσαμε τις τιμές κατά 20% περίπου, αλλά αντίστοιχα συμπιέστηκαν και οι αμοιβές των συνεργατών μας, από τους τυπογράφους μέχρι τους διορθωτές. Το χαρτί, πάντως, που είναι εισαγόμενο, δεν φτήνυνε καθόλου και οι όροι πληρωμής του είναι συχνά πιο δυσμενείς, ενώ το ποσοστό έκπτωσης που μας ζητάνε τα μεγάλα βιβλιοπωλεία τείνει να καθιερωθεί στο 50%. Εκεί η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Οσο τα μικρά βιβλιοπωλεία κλείνουν ή μικραίνουν, τόσο ισχυροποιούνται τα μεγάλα και μπορούν να επιβάλλουν ευκολότερα τους όρους τους».
Πώς κοστολογείται ένα καινούργιο βιβλίο; Ορίστε ένα παράδειγμα από τον κατάλογο του «Ικαρου», όπως μας το δίνει ο Νίκος Αργύρης, για τη «Νέα Ελληνική Κουζίνα» του Επίκουρου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε τιράζ χιλίων αντιτύπων, με λιανική τιμή 13 ευρώ (αν ήταν μεταφρασμένο, θα ήταν κατά 3,2 ευρώ πιο ακριβό). Αφαιρώντας τον ΦΠΑ, μένουν 12,21 ευρώ. Τα 3,5 από αυτά καλύπτουν το κόστος του χαρτιού, της διόρθωσης-επιμέλειας, της μακέτας εξωφύλλου, της σελιδοποίησης, της εκτύπωσης και της βιβλιοδεσίας. Στον συγγραφέα αναλογούν μόλις 1,47 ευρώ, ενώ στον εκδότη, που επιβαρύνεται με όλα τα λειτουργικά έξοδα του οίκου και της όποιας διαφημιστικής προώθησης του κάθε τίτλου, μένουν 1,71 ευρώ. Η μερίδα του λέοντος πάει στο βιβλιοπωλείο: 5,5 ευρώ!
«Κι όμως», παρατηρεί ο Νίκος Αργύρης, «δεν είδαμε και κανένα βιβλιοπωλείο να καταγράφει υψηλά κέρδη, ούτε παρατηρούμε ν' ανοίγει το ένα βιβλιοπωλείο μετά το άλλο... Οπως και οι εκδοτικοί οίκοι, έτσι κι αυτά προσπαθούν να καλύψουν ζημίες, έχοντας επίσης να διαχειριστούν ένα μεγάλο αδιάθετο στοκ». Ο Βαγγέλης Τρικεριώτης, άλλωστε, το ομολογεί: «Οι πιέσεις από τους βιβλιοπώλες για όλο και μεγαλύτερες εκπτώσεις δεν πρόκειται να κοπάσουν όσο διαρκεί η κρίση, αλλά αντίθετα θα ενταθούν». Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα για τους εκδότες, που συνεχίζουν να τρώγονται μεταξύ τους αντί να διεκδικούν συλλογικά μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη...
«Η ιδιομορφία της ελληνικής αγοράς βιβλίου», σύμφωνα με τον εγγονό του Νίκου Καρύδη, «δεν επιτρέπει μεγαλύτερα τιράζ και άρα κάποια οικονομία κλίμακας. Οι αναγνώστες στη χώρα μας είναι λίγοι, αλλά αυτοί συντηρούν την αγορά, όχι οι ευκαιριακοί που αγοράζουν το καλοκαίρι ένα μπεστ σέλερ. Πιστεύω πολύ στην ανάγκη δημιουργίας δημόσιων δανειστικών βιβλιοθηκών κι εφαρμογής από την πολιτεία μιας πολιτικής η οποία, εκτός του ότι θα προσφέρει στους πολίτες την ευκαιρία να διαβάζουν χωρίς να αγοράζουν, θα διαμορφώσει μακροπρόθεσμα συστηματικούς αναγνώστες και, γενικά, μια κουλτούρα αγάπης για το βιβλίο».
Ιδού οι μαγικές λέξεις: δανειστικές βιβλιοθήκες, αναγνωστική κουλτούρα, εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής. Γίνεται όμως να υλοποιηθούν τα παραπάνω δίχως πίεση από τα κάτω; Ολος ο κόμπος στο έλλειμμα αυτής της πίεσης βρίσκεται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου