Το βαρύ πυροβολικό των ιταλικών γραμμάτων Ουμπέρτο Έκο
Ο σταρ διανοούμενος που έφερε τη σημειολογία στην καθημερινότητα!
Ο αξιοσημείωτος ιταλός διανοούμενος, που μετρά πλέον 34 τιμητικά διδακτορικά, μπόλικες δεκαετίες λογοτεχνικής επιτυχίας αλλά και αρκετά μπεστ-σέλερ στη συλλογή του, έγινε διασημότητα στα πέρατα του κόσμου όταν έριξε στην αγορά το «Όνομα του Ρόδου», το οποίο παραμένει μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών!
Ξεκινώντας νωρίς νωρίς την καριέρα του ως μυθιστοριογράφος, ο Έκο κινήθηκε πάντα μεταξύ δημοσιολογίας, δοκιμιογραφίας και μυθοπλασίας, ενταγμένες αναγκαστικά στις πανεπιστημιακές του αναζητήσεις, βρίσκοντας συνεχώς τρόπους να ξαφνιάζει με την ανατρεπτική του πένα: «Ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις τη θνησιμότητα είναι να συνειδητοποιήσεις πόσα λίγα έχεις να χάσεις», συνηθίζει να λέει.
Ο ιταλός εξπέρ της σημειωτικής και σταρ ακαδημαϊκός είναι ένας άνθρωπος του καιρού του και όχι ένας ξεκομμένος από τα καθημερινά πανεπιστημιακός δάσκαλος: λάτρης της τηλεόρασης, δηλώνει πια ξένοιαστος καθώς δεν έχει τώρα επαγγελματικές υποχρεώσεις μένοντας έτσι απερίσπαστος να κάνει αυτό που αγαπά: το γράψιμο. Μόνο αυτό τον κάνει τόσο ευτυχισμένο και πλέον το ξέρει καλά: ελεύθερος είναι όταν κάθεται να γράψει. «Έχω φτάσει να πιστεύω πως όλος ο κόσμος είναι ένα αίνιγμα, ένα άκακο αίνιγμα που έγινε τρομερό από τη δική μας τρελή προσπάθεια να το ερμηνεύσουμε, λες και κρύβεται η αλήθεια από κάτω του».
Πέρα από το συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει αριστουργήματα όπως το «Εκκρεμές του Φουκώ», ο Έκο άφησε έργο-τομή στους τομείς της αισθητικής και της σημειωτικής, την ίδια ώρα που το πνεύμα του ασχολήθηκε με πολλά: από ιστορία και πολιτική μέχρι επικοινωνιολογία, γλωσσολογία, φιλοσοφία και θεωρία λογοτεχνίας.
Όσο για τη βιβλιοθήκη στο διαμέρισμά του στο Μιλάνο, αποτελεί πια μύθο από μόνη της, καθώς όλοι τη χαρακτηρίζουν «λαβύρινθο» και απαρτίζεται από 30.000 βιβλία: «Όταν θέλω να διαβάσω, δεν διαλέγω βιβλίο. Πάω σε ένα ράφι και παίρνω αυτό που ξέρω ότι έχω ανάγκη εκείνη τη στιγμή»…
Πρώτα χρόνια
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννιέται στις 5 Ιανουαρίου 1932 στην πολίχνη Αλεσάντρια της βόρειας Ιταλίας ως ο μοναχογιός ενός λογιστή και της νοικοκυράς συζύγου του. Ο πατέρας πήρε μέρος στα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου και ο μικρός Ουμπέρτο κρυβόταν με τη μητέρα του σε ορεινά χωριουδάκια της ιταλικής επαρχίας, με τον πόλεμο να σφραγίζει τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής του.
Ολοκληρώνοντας τις σχολικές του υποχρεώσεις στο αυστηρών ηθών καθολικό Γυμνάσιο όπου φοίτησε, γράφεται στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, καθώς ο πατέρας του τον πίεζε να γίνει δικηγόρος. Η κλίση του δεν ήταν όμως τα νομικά και παρά τις πατρικές παραινέσεις, μετακινείται στο Τμήμα Φιλοσοφίας εντρυφώντας στη μεσαιωνική γραμματεία και λογοτεχνία. Η διδακτορική του διατριβή ήταν για την αισθητική του Θωμά του Ακινάτη, η οποία εκδόθηκε το 1956 ως το πρώτο του πόνημα («Το αισθητικό πρόβλημα στον Θωμά τον Ακινάτη»)…
Ακαδημαϊκή και λογοτεχνική καριέρα
Την ίδια εποχή, χάνει την πίστη του στον Θεό και απομακρύνεται από τη ρωμαιοκαθολική πίστη («Όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στο Θεό, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν πια τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα»), μοιράζοντας τώρα τον χρόνο του μεταξύ πανεπιστημιακών εδράνων (υφηγητής Αισθητικής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο) και δημοσιογραφίας. Ο Έκο δούλεψε αρκετά χρόνια στην κρατική τηλεόραση της Ιταλίας ως συντάκτης πολιτιστικών, έχοντας έτσι την ευκαιρία να γνωρίσει προβεβλημένες προσωπικότητες της δημόσιας σφαίρας. Σύντομα έφτασε στη θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στη RAI, μια εμπειρία πολύτιμη για τον ίδιο που θα φαινόταν αργότερα, όταν θα έβαζε στο κριτικό του στόχαστρο τα ΜΜΕ, τη δημοσιογραφία και τον ρόλο της ενημέρωσης και του πολιτισμού: «Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει».
Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, ο Έκο έριξε στην αγορά το δεύτερο επιστημονικό σύγγραμμά του, την «Τέχνη και Κάλλος στην Αισθητική του Μεσαίωνα», που τον ενθρόνισε ως έναν από τους διαπρεπέστερους μεσαιωνικούς μελετητές του ακαδημαϊκού κόσμου. Όταν πήρε απρόοπτα πόδι από τη RAI, ήταν τώρα εντελώς ανενόχλητος να αφιερωθεί στις διαλέξεις και τη συγγραφή, πιάνοντας παράλληλα δουλειά σε φημισμένο εκδοτικό του Μιλάνου (Casa Editrice Bompiani) ως υπεύθυνος της δοκιμιακής σειράς.
Ταυτοχρόνως, αρχίζει να κρατά μόνιμη στήλη σε ιταλική εφημερίδα («Il Verri»), με το «Ελάχιστο Ημερολόγιό» του να γίνεται δημοφιλέστατο και να μπαίνει στα στόματα όλων. Την ίδια στιγμή, καθώς ασχολούνταν με «δύσκολα» θέματα γλωσσολογίας, αισθητικής, σημειωτικής αλλά και κοινωνικής κριτικής, εξοικείωσε το κοινό του με ζητήματα μεθοδολογίας και φιλοσοφικούς όρους, δημιουργώντας τομή στις επιφυλλίδες. Το 1962 επανεμφανίστηκε στη γραφή με το νέο του σύγγραμμα «Ανοιχτό Έργο», αν και πλέον ήταν σαφές ότι η σημειολογία είχε μπει για τα καλά στο στόχαστρό του.
Επικεντρώνοντας στο νέο του επιστημονικό ενδιαφέρον, τον τομέα της σημειωτικής, ο Έκο δημοσίευσε έναν μεγάλο αριθμό έργων που θα τον έκαναν σταθερή αναφορά στον χώρο της σημειολογίας. Βαρύ πυροβολικό της σημειωτικής ακόμα και σήμερα, οι αξεπέραστες παρατηρήσεις του λειτουργούν ως μπούσουλας για κάθε νέο ερευνητή των συμβόλων και της σημασίας τους. Ο μεγάλος δάσκαλος των φαινομένων της επικοινωνίας δεν περιορίστηκε στην πειθαρχία που τόσο βοήθησε να εγκαθιδρυθεί, τη σημειωτική δηλαδή, αλλά ασχολήθηκε με πλειάδα θεμάτων, ακόμα και για το πώς γράφεται μια καλή πτυχιακή μίλησε («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία»)!
Από το επιστημονικό του έργο ξεχωρίζουν τα κορυφαία στην κατηγορία τους «Η απούσα δομή», «Οι μορφές του περιεχομένου», «Πραγματεία γενικής σημειωτικής», «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις» κ.ά. Ο Έκο ανανέωσε τη σημειωτική στη δεκαετία του 1960 και κατέδειξε τη σημασία της για τη μελέτη των κοινωνικών συστημάτων και γλωσσών, στρέφοντας έτσι το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον στη σπουδή της επιστήμης των σημείων.
Πλάι στο πλούσιο δοκιμιακό του έργο, ανέλαβε διδακτικά καθήκοντα στα πανεπιστήμια Φλωρεντίας και Μιλάνου και έπειτα από δικές του πιέσεις για δημιουργία ξεχωριστής έδρας, υπηρέτησε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια ως ο πρώτος τακτικός καθηγητής Σημειωτικής το 1971! Το 1976 ξαναχτύπησε στο αγαπημένο του θέμα με τη «Θεωρία της Σημειωτικής», η οποία σκιαγραφούσε το γενικό περίγραμμα της δικής του σημειολογικής θεώρησης.
Το «Όνομα του Ρόδου» και η στροφή στη συγγραφική του καριέρα
Η χρονιά του 1978 σηματοδότησε μια αλλαγή ενδιαφερόντων για την πένα του σταρ καθηγητή, όταν αποφάσισε να γράψει ένα μυθιστόρημα ακολουθώντας τις συμβουλές του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος έλεγε ότι αν θες να κάνεις φιλοσοφία, γράψε τότε ένα μυθιστόρημα.
Ήδη καθιερωμένος και αναγνωρισμένος στα πέρατα του ακαδημαϊκού κόσμου ως σημειολόγος, στοχαστής και δοκιμιογράφος, ο Έκο εκδίδει το 1980 το πρώτο του λογοτεχνικό πόνημα, το ανεπανάληπτο «Όνομα του Ρόδου», μπλέκοντας αριστουργηματικά τις επιστημονικές του αναζητήσεις με τον μύθο. Έργο πυκνό, συγκεντρωτικό και ετερόκλητο, βρίθει από κρυμμένα νοήματα, τα οποία συνταιριάζει ωστόσο ο Έκο με τη γνώριμη μαεστρία του.
Στα όρια μεταξύ μυστηριώδους και αυτονόητου, απόκρυφου και προφανούς, ο Έκο μπολιάζει τη βαθύτατη μεσαιωνική γνώση του με τα λογοτεχνικά μονοπάτια της περιπέτειας και της συνωμοσιολογίας φτιάχνοντας ένα από τα γνωστότερα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του καιρού μας! Σύμφωνα με τον ίδιο, «το ρόδο είναι ένα σύμβολο τόσο πλούσιο σε νοήματα που είναι ζήτημα αν έχει μείνει κάποιο νόημα που να μην του έχει αποδοθεί».
Επέλεξε μάλιστα τον συγκεκριμένο τίτλο επειδή ήταν ακριβώς ουδέτερος, αποκαλύπτοντας ότι δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο του έργου, καθώς ο σκοπός του είναι να συγχέει τα νοήματα και όχι να τα συγκροτεί. «Το καλό σε ένα βιβλίο βρίσκεται στο να διαβαστεί. Ένα βιβλίο αποτελείται από σημάδια που μιλάνε για άλλα σημάδια, τα οποία με τη σειρά τους μιλάνε για πράγματα», έλεγε ο σημειολόγος για το λογοτεχνικό του πόνημα.
Το «Όνομα του Ρόδου» πούλησε περισσότερα από 9 εκατ. αντίτυπα παγκοσμίως, μεταφράστηκε σε όλες τις γνωστές γλώσσες, έκανε κυριολεκτικά πάταγο ως εκδοτικό φαινόμενο και βραβεύτηκε εκτεταμένα. Το 1986 μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον Ζαν-Ζακ Ανό…
Πλέον η λογοτεχνία θα γινόταν η νέα του μεγάλη αγαπημένη, την οποία τίμησε με εξίσου σπουδαία και πυκνά σε νοήματα μυθιστορήματα, αν και την τρομακτική επιτυχία του «Ρόδου» δεν θα την ξανάβλεπε. Ακολουθεί το επίσης πολυβραβευμένο και εμβληματικό «Το εκκρεμές του Φουκώ» (1988), στο οποίο εξυφαίνει ο Έκο συνομωσίες, χτίζει μυστικές κοινωνίες, αποκαλύπτει υπόγειες αδελφότητες, την ώρα που ξετυλίγει το εκκρεμές του Φουκώ.
Το 1994 ξαναχτυπά λογοτεχνικά με «Το νησί της προηγούμενης μέρας», το 2001 έρχεται το «Μπαουντολίνο», το 2006 «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» και το 2010, στα 78 του χρόνια ζωής, επανεμφανίζεται με «Το κοιμητήριο της Πράγας». Τελευταία του λογοτεχνική δουλειά, το «Φύλλο Μηδέν» που μόλις κυκλοφόρησε!
Ο υπέργηρος σήμερα διανοούμενος συνεχίζει με την ίδια δυναμικότητα τη συγγραφική του καριέρα, αποτραβηγμένος από τον κόσμο στο σπίτι του στο Μιλάνο, πλάι στη σύζυγό του και τα δυο του παιδιά. Μιλά άπταιστα πέντε γλώσσες και ο αγαπημένος του τρόπος να περνά τη μέρα παραμένει διαχρονικά το διάβασμα: «Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη».
Συλλέκτης βιβλίων, η προσωπική του βιβλιοθήκη αριθμεί πια περισσότερους από 30.000 τίτλους και ο ίδιος, αρνούμενος να συμβιβαστεί με το γήρας και την αποστρατεία, δίνει ακόμα διαλέξεις και ηγείται επιστημονικών ομίλων και λογοτεχνικών εταιριών…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου