Ο δάσκαλος της ζωγραφικής Ντιέγκο Βελάσκεθ
Ο «ζωγράφος των ζωγράφων» που τόσο καταλυτικά σημάδεψε την ιστορία της τέχνης!
Ο επίσημος ζωγράφος της αυλής του ισπανού βασιλιά έδωσε ανθρώπινη υπόσταση στα θεία, αν και έκανε πολλά περισσότερα από αυτό: απαθανάτισε με τον χρωστήρα του βασιλικά πορτρέτα, πριγκίπισσες και νάνους με μια απαράμιλλη ευαισθησία που σπάνια ξανασυναντήθηκε στον κόσμο της δυτικής ζωγραφικής.
Η ικανότητά του να αποδίδει με τέτοια οξυδέρκεια αλλά και εικονοκλαστική μαεστρία τα πρόσωπα του κόσμου του διακρίνοντας τις αδυναμίες και τη θνητότητά τους παραμένει ορόσημο, αν και ξεπερνιόταν τελικά από την ανθρωπιά και το πάθος του, τα οποία τον κατέστησαν τελικά έναν από τους πιο τιμημένους ζωγράφους στην ιστορία της τέχνης.
Κι αυτό γιατί ήταν φυσικός και αυθόρμητος, κατέχοντας λες από γεννησιμιού της την ικανότητα να απεικονίζει τον κόσμο όπως είναι, πηγαία και αψεγάδιαστα. Παρά το γήινο των αναπαραστάσεών του, ο Βελάσκεθ ανυψώθηκε τελικά στη θέση του λεγόμενου «ζωγράφου της Ιστορίας», εκείνου δηλαδή που αποδίδει με σοβαρότητα μεγάλες αφηγήσεις και μύθους. Αυτή ακριβώς η διάσταση μεταξύ του γήινου ρεαλισμού και του αιθέριου μεγαλείου είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει, παραμένοντας τελικά μια κατηγορία από μόνος του, έτσι ιμπρεσιονιστής πριν της ώρας του καθώς ήταν…
Πρώτα χρόνια
Ο Ντιέγκο Ροντρίγκες ντε Σίλβα ι Βελάσκεθ γεννιέται πιθανότατα στις 5 Ιουνίου (βαφτίστηκε στις 6 του μηνός) του 1599 στη Σεβίλλη της Ανδαλουσίας ως γόνος πολυμελούς οικογένειας της κατώτερης αριστοκρατίας: ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και η μητέρα του μέλος της τοπικής καλής κοινωνίας. Είχε επιπλέον έξι αδέρφια, αν και η τύχη τους αγνοείται.
Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, παρά μόνο ότι μορφώθηκε από τους θεοσεβείς γονείς του και έμαθε ξένες γλώσσες και φιλοσοφία, αλλά και να φοβάται τη θεϊκή μήνη. Ξέρουμε πάντως με βεβαιότητα ότι ο μικρός έδειξε από την πρώτη στιγμή την κλίση του στη ζωγραφική, κι έτσι βρέθηκε σε ηλικία 12 ετών (το 1811) να μαθητεύει δίπλα στον σπουδαίο ανδαλουσιανό ζωγράφο Φρανσίσκο Ερέρα τον Πρεσβύτερο.
Μετά θήτευσε στο εργαστήριο του Φρανσίσκο Πατσέκο και ήρθε σε επαφή με τον μανιερισμό στα πέντε χρόνια που έμεινε εκεί. Ταυτοχρόνως, ο δάσκαλος ήταν καλά δικτυωμένος στον κόσμο της τοπικής τέχνης και γνώρισε τον νεαρό προστατευόμενό του σε δασκάλους και μαικήνες, οι οποίοι του δίδαξαν όλες τις επικρατούσες αισθητικές τάσεις της εποχής.
Ο μάλλον μέτριος ζωγράφος Πατσέκο τον πάντρεψε μάλιστα το 1618 με την κόρη του, καθώς «συγκινήθηκα από την αρετή του, την ακεραιότητα και τα καλά του στοιχεία, αλλά και από τις προσδοκίες για την αφοσίωση και το μεγάλο του ταλέντο». Ήταν δεν ήταν στα 20 του όταν ζωγράφισε τον «Νεροκουβαλητή της Σεβίλλης» (1619), το πρώιμο ρεαλιστικό αριστούργημά του που έδειξε στην τοπική καλλιτεχνική κοινότητα τι ταλέντο έκρυβε μέσα του ο Βελάσκεθ!
Η αρμονική μείξη φωτός και σκιάς θύμιζε πολύ τις αισθητικές καινοτομίες του ιταλού μαέστρου Καραβάτζιο, αν και ο ισπανός δάσκαλος διατήρησε πάντα την καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία. Πριν αναχωρήσει για τη Μαδρίτη και ανοιχτεί σε έναν νέο γενναίο κόσμο, πρόλαβε να αφήσει κληρονομιά στη Σεβίλλη το δεύτερο από τα πρώιμα αριστουργήματά του, την «Ηλικιωμένη που τηγανίζει αυγά» (περίπου 1618)…
Τώρα ήταν μέλος της συντεχνίας των ζωγράφων του Αγίου Λουκά και ζωγράφιζε, πέρα από τα αγαπημένα του πορτρέτα και τα θρησκευτικά θέματα, και καθημερινές ανέμελες σκηνές φαγοποτιού, φτιάχνοντας ένα μικρό ονοματάκι στην τοπική κοινότητα…
Ο βασιλικός ζωγράφος της Μαδρίτης
Το 1622, έναν μόλις χρόνο μετά την άνοδο του Φιλίππου Δ’ στον θρόνο της Ισπανίας, ο Βελάσκεθ επισκέπτεται τη Μαδρίτη για πρώτη φορά, ευελπιστώντας να τον πάρει ο βασιλιάς υπό την προστασία του. Ζωγράφισε γι’ αυτό ένα πορτρέτο μέλους της βασιλικής αυλής, καθώς δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στον μονάρχη και τη βασίλισσα.
Τον επόμενο χρόνο προσκλήθηκε στη Μαδρίτη από τον κόμη Ολιβάρες, το δεξί χέρι του βασιλιά που ήταν από τη Σεβίλλη, για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του Φιλίππου Δ’, το οποίο του εξασφάλισε πανηγυρικά μια θέση μεταξύ των επίσημων ζωγράφων της ισπανικής αυλής! Τέτοια ήταν μάλιστα η έκπληξη του ηγεμόνα με το πορτρέτο του Βελάσκεθ που του υποσχέθηκε ότι κανείς άλλος δεν θα έφτιαχνε ποτέ απεικονίσεις του, στέφοντάς τον ως τον αποκλειστικό προσωπογράφο του βασιλιά!
Η ζήλεια των συναδέλφων του στράφηκε εναντίον του με πρωτόγνωρη δυναμική, κατηγορώντας τον ότι το μόνο που μπορούσε να ζωγραφίζει (σχετικά καλά!) ήταν προσωπογραφίες. Γι’ αυτό και ο Φίλιππος του παραγγέλνει ένα ιστορικό θέμα, για να ελέγξει τις σχεδιαστικές ικανότητες του νέου του προστατευόμενου. Ο βασιλιάς έκανε μάλιστα και σχετικό διαγωνισμό για το θέμα και ο Βελάσκεθ στέφθηκε πανηγυρικά νικητής το 1627, αποδεικνύοντας σε όλους ότι ήταν ο καλύτερος ζωγράφος της Ισπανίας (ο πίνακας δεν σώζεται).
Παρά το γεγονός ότι συνήθιζε να απαθανατίζει ποικίλα θέματα, η βασική του ενασχόληση ως βασιλικός ζωγράφος ήταν να φιλοτεχνεί τα πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας και των παρατρεχάμενων. Κι έτσι δημιούργησε μια μακρά σειρά προσωπογραφιών του βασιλιά και της αυλής του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. «Η ελευθεριότητα και η προσήνεια με την οποία τον αντιμετώπιζε αυτός ο μεγάλος μονάρχης ήταν απίστευτη», έγραφε ο δάσκαλός του Πατσέκο, «είχε ένα εργαστήριο στην γκαλερί του και η Αυτού Μεγαλειότης είχε δικό του κλειδί και μια καρέκλα εκεί, ώστε να τον παρακολουθεί την ώρα που ζωγραφίζει, σχεδόν κάθε μέρα»!
Η περίβλεπτη θέση του στην ισπανική αυλή του έδινε ελεύθερη πρόσβαση στη βασιλική πινακοθήκη, που ήταν γεμάτη από τα έργα του βενετσιάνου δασκάλου Τισιανού, ο οποίος και άσκησε την πιο γόνιμη επίδραση στην εξέλιξη του ισπανού ζωγράφου. Αν και αργότερα θα επηρεαζόταν από τον πλουσιότερο διάκοσμο και το πιο εκλεπτυσμένο φόντο του φλαμανδού δασκάλου του μπαρόκ Ρούμπενς, τον οποίο και γνώρισε στη βασιλική αυλή της Ισπανίας το 1628, όταν ο Φλαμανδός θα περνούσε εκεί κάπου 7 μήνες ως διπλωμάτης. Όπως μας λέει ο Πατσέκο, ο Ρούμπενς επαίνεσε τη δουλειά του ισπανού συναδέλφου του για τη θεϊκή απλότητά του.
Παρά τις επιρροές που αναμφίβολα δέχτηκε, ο «Βάκχος» του έχει κάτι το πολύ προσωπικό και ιδιαίτερο, μια ρεαλιστικότατη προσέγγιση που θα γινόταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βελάσκεθ και το σήμα-κατατεθέν του στον κόσμο της τέχνης…
Πρώτο ταξίδι στην Ιταλία
Ήταν η κοινή επίσκεψη Βελάσκεθ και Ρούμπενς στο μοναστήρι του Εσκοριάλ για να μελετήσουν την πλούσια συλλογή του από αναγεννησιακούς πίνακες που πυροδότησε την επιθυμία του Ισπανού να επισκεφτεί την Ιταλία. Έχοντας εξασφαλίσει βασιλική άδεια αλλά και μισθούς δύο ετών και συστατικές επιστολές απ’ όλα τα σημαίνοντα πρόσωπα της Ισπανίας, ο Βελάσκεθ αποπλέει από τη Βαρκελώνη και καταπλέει στη Γένοβα τον Αύγουστο του 1629.
Θέλοντας να ανοίξει τους ορίζοντές του και να έρθει σε επαφή με τους αναγεννησιακούς ιταλούς γίγαντες, ο Βελάσκεθ πέρασε από τη Βενετία, για να έρθει σε επαφή με το έργο του Τιντορέτο και του Βερονέζε, και εγκαταστάθηκε τελικά στη Ρώμη, με το Βατικανό να του παραχωρεί δωμάτιο και χώρο εργασίας. Εκεί επιδόθηκε σε αντιγραφές των έργων του Μιχαήλ Αγγέλου και του Ραφαήλ, που τόσο επέδρασαν στην εξέλιξη της τεχνοτροπίας του, αν και ξαφνικός πυρετός τον ανάγκασε να διακόψει απρόοπτα το ταξίδι του. Αφού πέρασε και από τη Νάπολη, επέστρεψε στη Μαδρίτη στις αρχές του 1631 (δυστυχώς, κανένα σχέδιο της περιόδου δεν σώζεται). Έφτιαξε πάντως δύο κολοσσιαίων διαστάσεων συνθέσεις στην Ιταλία, όπως την «Παρουσίαση των ματωμένων ρούχων του Ιακώβ στον Ιωσήφ», ως δώρο για τον Φίλιππο.
Πλέον η δουλειά του δανειζόταν στοιχεία της ιταλικής αναγέννησης και κυρίως των βενετών ζωγράφων, ιδιαίτερα σε θέματα προοπτικής και φωτός…
Η ζωή στη Μαδρίτη
Επιστρέφοντας από την Ιταλία, ο Βελάσκεθ εγκαινίασε την παραγωγικότερη περίοδο της καριέρας του. Με κοσμοπολίτικο πια αέρα, φέρνει μια αύρα ανανέωσης στην ισπανική τέχνη, παρά το γεγονός ότι συνεχίζει να δουλεύει ως βασιλικός προσωπογράφος, φιλοτεχνώντας πορτρέτα και μυθολογικού τύπου συνθέσεις. Εγκαταλείπει πια τα θρησκευτικά θέματα και στις σπάνιες φορές που επιστρέφει εκεί, το κάνει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, όπως στον αριστουργηματικό «Εσταυρωμένο» του 1632!
Φιλοτεχνεί ποικίλη θεματολογία, που κυμαίνεται από διακοσμητικού τύπου πίνακες για τα βασιλικά ανάκτορα και έφιππες προσωπογραφίες μέχρι κυνηγετικά θέματα, θρησκευτικές παραστάσεις και αμιγώς ιστορικά θέματα χωρίς αλληγορικές ή άλλες συμβολικές αναφορές. Χαρακτηριστική εδώ είναι η «Παράδοση της Μπρέντα» (1634-35), η οποία απαθανατίζει την παράδοση της ολλανδικής πόλης στους Ισπανούς το 1625 και αποτελεί πράγματι έναν από τους πρώτους καθαρά ιστορικούς πίνακες της σύγχρονης ευρωπαϊκής ζωγραφικής!
Ήταν το 1643 όταν ο Φίλιππος όρισε τον Νο 1 ζωγράφο του στη θέση του αρχιθαλαμηπόλου, ενώ αργότερα τον έκανε βοηθό γενικού επιθεωρητή για τις κατασκευαστικές εργασίες της αυλής, τιμητικές εν πολλοίς θέσεις για την αύξηση των αποδοχών του. Ο Βελάσκεθ αντάμειψε τη βασιλική αβρότητα εκτοξεύοντας την τέχνη του στον κολοφώνα της, παρέχοντάς του έτσι τους καλύτερους πίνακές του, που ήταν ταυτοχρόνως οι καλύτεροι ίσως πίνακες που ξεπηδούσαν από ισπανό ζωγράφο! Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Αφροδίτη στον καθρέφτη της» (το μόνο γυμνό που φιλοτέχνησε ποτέ) και τον «Μύθο της Αράχνης», όπου μπολιάζει ιδανικά τη μυθολογική παράσταση με την καθημερινή σκηνή, δημιουργώντας έτσι μια ολόκληρη σχολή ζωγραφικής εμπειρίας.
Επιστροφή στην Ιταλία
Στα τέλη του 1649, ο Βελάσκεθ επέστρεψε στην Ιταλία για να εξερευνήσει κι άλλες πτυχές της ιταλικής ζωγραφικής, αν και πλέον ήταν επίσημος απεσταλμένος της Ισπανίας ως αρχιθαλαμηπόλος του βασιλιά. Ο βασικός σκοπός του ταξιδιού του ήταν να αυξήσει τη βασιλική πινακοθήκη με νέα αριστουργήματα, αλλά και να προσλάβει ιταλούς τοιχογράφους ώστε να φιλοτεχνήσουν τα νέα τμήματα του παλατιού, επανεισάγοντας έτσι την τέχνη του φρέσκο στην Ισπανία.
Για τον ίδιο βέβαια το ταξίδι ήταν μια νέα απόπειρα να εντρυφήσει στους μεγάλους ιταλούς δασκάλους και να αντλήσει έμπνευση από τα αριστουργήματά τους. Αφού πέρασε από τη Βενετία, όπου αγόρασε πίνακες του Τισιανού, του Τιντορέτο και του Βερονέζε, πήγε στη Μόντενα για να θαυμάσει τους ζωγραφικούς θησαυρούς της, βλέποντας αναπάντεχα στην τοπική πινακοθήκη και μια δική του σύνθεση, το πορτρέτο του δούκα της Μόντενα που είχε φιλοτεχνήσει στη Μαδρίτη το 1638!
Σταμάτησε σε πολλές ακόμα πόλεις και παρέμεινε για ένα διάστημα στην Μπολόνια, ώστε να προσλάβει τους περίφημους τοιχογράφους της για λογαριασμό του ισπανού μονάρχη, αν και βρήκε τελικά τον δρόμο για τη Ρώμη, όπου και συνάντησε τον γάλλο ζωγράφο Νικολά Πουσέν, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία.
Την ώρα που αγόραζε αφειδώς πίνακες για το ισπανικό στέμμα, ο Βελάσκεθ δεν ξέχασε τη βασική του ασχολία, φιλοτεχνώντας στη Ρώμη μια σειρά από πίνακες, μεταξύ των οποίων και το πορτρέτο του πάπα Ινοκέντιου Ι’, η σημαντικότερη ίσως σε σπουδαιότητα προσωπογραφία του, που παραμένει εξαίσιο δείγμα παπικής προσωπογραφίας…
Τελευταία χρόνια
Ο Βελάσκεθ επέστρεψε στη Μαδρίτη το καλοκαίρι του 1651 και τον υποδέχτηκε με ιδιαίτερη θέρμη ο βασιλιάς, κάνοντάς τον πια μέγα αυλάρχη των ανακτόρων, καθώς ο σπουδαιότερος ζωγράφος της Ισπανίας είχε ήδη γίνει θρύλος και στην Ιταλία! Πλέον τα υψηλόβαθμα καθήκοντά του δεν του άφηναν και πολύ χρόνο για ζωγραφική, αν και πάντα έβρισκε στιγμές για να εξασκεί τη μεγάλη του τέχνη.
Αφού φιλοτέχνησε μια μακρά σειρά βασιλικών πορτρέτων και μελών της γαλαζοαίματης οικογένειας, με το χαρακτηριστικό ώριμο στιλ του πια, έφτιαξε και μια πληθώρα μυθολογικών θεμάτων αλλά και λιγοστές θρησκευτικές συνθέσεις. Αν και από τα έργα της περιόδου ξεχωρίζει το αριστουργηματικό «Οι κυρίες των τιμών» («Las Meninas»), το κορυφαίο του ίσως έργο.
Η τελευταία του δράση ως αυλάρχης του Φιλίππου ήταν να τον συνοδεύσει ως τα γαλλικά σύνορα την άνοιξη του 1660 και να διακοσμήσει το γαμήλιο παρεκκλήσι της κόρης του Φιλίππου. Αφού επέστρεψε στη Μαδρίτη λίγο αργότερα, έπεσε βαριά άρρωστος και πέθανε στις 6 Αυγούστου 1660, ως αξιωματούχος του στέμματος και κορυφαίος ζωγράφος της Ισπανίας.
Η φήμη που απολαμβάνει σήμερα ως ένας από τους κλασικούς δασκάλους της ζωγραφικής μάς έρχεται από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για την τέχνη του μπαρόκ, με την ιστορία της τέχνης να ανακαλύπτει εκ νέου έναν από τους ογκόλιθους της δυτικής ζωγραφικής.
Παρά το γεγονός ότι πολλά αντίγραφα των έργων του έγιναν από τους μαθητές του εργαστηρίου του, η δική του παραγωγή δεν ήταν μεγάλη: οι βιογράφοι του παραθέτουν κάπου 150 έργα, καθώς ο Βελάσκεθ ζωγράφιζε με αργούς ρυθμούς και του έτρωγαν πάντοτε πολύ χρόνο τα καθήκοντά του στην αυλή του ισπανού βασιλιά. Έναν σχεδόν αιώνα μετά τον θάνατό του, αρκετά έργα του καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές φθορές από πυρκαγιά που ξέσπασε το 1734 στα βασιλικά ανάκτορα της Μαδρίτης, ενώ το 1811 η εκκλησία και ο τάφος του καταστράφηκαν…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου