Εμείς και η Ευρώπη
Στο βλέμμα του Γιάννη Τραγάκη, αριστερά, δεν είναι μόνο ο
δικός του πόνος. Είναι και του Νεράντζη, είναι και του Μαρκογιαννάκη,
είναι όλων αυτών που τους έστειλε, θέλοντας και μη, να γνωρίσουν τον
συναρπαστικό κόσμο της ψυχανάλυσης...
Ισως το πιο περίεργο πράγμα για εμένα από όσα θαυμαστά και «ιστορικά» συμβαίνουν γύρω μας αυτό τον καιρό, είναι το γεγονός ότι πολλοί είναι αυτοί ανάμεσά μας που νιώθουν χαρά και υπερηφάνεια, επειδή «η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος». Επειδή, όπως το θέτουν χαρακτηριστικά, «επιτέλους μιλούν για εμάς».
Το συναίσθημα αυτό είναι κατανοητό, αφού η ψυχολογική πίεση τόσων ετών πρέπει να εκτονωθεί. Είναι όμως και εντελώς άσχετο με την πραγματικότητα, διότι βασίζεται σε μια περίπλοκη πλάνη, που οι ρίζες της φθάνουν πολύ βαθιά. Θυμίζει κάπως αυτό το συναίσθημα τη «χαρά του τζιχαντιστή», που συνδυάζει την ευφορία της αποφασιστικής δράσης με την προσμονή των ηδονών που υπόσχεται ο Αλλάχ στην αιώνια ζωή. Με τη βασική διαφορά, βέβαια, ότι ο τζιχαντιστής που ανατινάζεται ξέρει από την αρχή ότι η δράση του θα καταλήξει στον θάνατό του, ενώ οι περισσότεροι από τους δικούς μας που περπατούν με το κεφάλι ψηλά αυτές τις μέρες, ούτε υποψιάζονται ποιο μπορεί να είναι το τέλος του παιχνιδιού.
Η ικανοποίηση όλων αυτών των ανθρώπων συνδέεται –αν όχι στα μάτια τα δικά τους, οπωσδήποτε στα μάτια των εταίρων μας– με τα χαρακτηριστικά της προσπάθειας που καταβάλλει η κυβέρνηση για να «διαπραγματευθεί» με τους Ευρωπαίους. Χρησιμοποίησα τα εισαγωγικά προηγουμένως, διότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για διαπραγμάτευση, αλλά για μια εξυπνακίστικη προσπάθεια ανατροπής των κανόνων, προσπάθεια η οποία βασίζεται σε σαθρά επιχειρήματα.
Διαπραγμάτευση έντιμη από τη μεριά μας θα ήταν αν η ελληνική κυβέρνηση παρουσίαζε ευθέως στην άλλη πλευρά την επιθυμία της να απαλλαγεί από συγκεκριμένες υποχρεώσεις ήδη συμφωνημένες με την προηγούμενη κυβέρνηση, προσφέροντας συγχρόνως ανταλλάγματα (με τη μορφή δράσεων, προγραμμάτων, μεταρρυθμίσεων) που θα ενίσχυαν την κοινή προσπάθεια για τη σωτηρία της Ελλάδας. Μια τέτοια συνετή και ρεαλιστική προσέγγιση, πιστεύω ότι οι εταίροι μας θα τη συζητούσαν, εφόσον ήταν επεξεργασμένη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, που θα προσέδιδε αξιοπιστία στις καλές προθέσεις της ελληνικής πλευράς, οι Ευρωπαίοι θα αξιολογούσαν θετικά για τα συμφέροντά μας την πρόσφατη ετυμηγορία της κάλπης. Αντιθέτως, τώρα βλέπουν μια κυβέρνηση που εκπροσωπεί το 42% του 65% του εκλογικού σώματος της Ελλάδας (που με τη σειρά του δεν είναι παρά το 1,9% του ευρωπαϊκού πληθυσμού) να προσπαθεί, με θράσος και έπαρση, να πείσει την Ευρώπη ότι η επανάσταση στην Ε.Ε. είναι προς το συμφέρον της.
Επικαλείται η κυβέρνηση, λ.χ., το δικαίωμα της χώρας στην ισοτιμία και την αλληλεγγύη εντός της Ε.Ε., ξεχνώντας τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται αυτό. Καταγγέλλει «εκβιασμό» εις βάρος της, ενώ αν δεν κάνω λάθος, μάλλον εμείς είμαστε εκείνοι που επιχειρούμε απελπισμένα τον εκβιασμό εις βάρος της άλλης πλευράς, αφού εμείς πάμε να ασκήσουμε πίεση με μέσα και μεθόδους εκτός των κανόνων του παιχνιδιού – οι άλλοι δεν έχουν ξεφύγει καθόλου από αυτούς.
Ολα αυτά δείχνουν ότι, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Ευρώπη, η βασική διαφορά μεταξύ των τωρινών και των προηγούμενων είναι μία: οι προηγούμενοι ήταν οι κακοί μαθητές που πήγαιναν στον δάσκαλο, του κλαίγονταν, τον παρακαλούσαν, τραβούσαν και κανένα επιδέξιο γλειψιματάκι και έτσι επιβίωναν. Οι τωρινοί είναι οι απαράδεκτοι μαθητές, που πάνε στον δάσκαλο και ευθέως απαιτούν από αυτόν να τους δώσει προαγωγικό βαθμό, με μόνο επιχείρημα το θράσος και τη γοητεία τους. Τους καταλαβαίνω, γιατί έτσι λειτουργούσαν (και εξακολουθούν να λειτουργούν) τα πανεπιστήμια μέσα στα οποία ξεκίνησαν την πολιτική καριέρα τους, αλλά η ιδέα ότι η Ε.Ε. μπορεί να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο είναι επικίνδυνα ανόητη.
Το χειρότερο, λοιπόν, που θα μπορούσε να συμβεί, αν εξακολουθήσει να κλιμακώνεται η ένταση στις σχέσεις μας με την Ευρώπη και μάλιστα εφόσον η ένταση συμβαδίζει με το λαϊκό αίσθημα, είναι ότι θα τεθεί μοιραία κάποια στιγμή το ζήτημα στην ουσία του, δηλαδή στην πολιτισμική του διάσταση: τη σύγκρουση του ελληνικού καταφερτζίδικου βολονταρισμού με τον ευρωπαϊκό πραγματισμό. Τότε θα τεθεί το ερώτημα τι είδους ευρωπαϊκή χώρα είμαστε, επιτέλους, όταν η πολιτική που μας κάνει να νιώθουμε περηφάνια συνοψίζεται με τη φράση «σας συμφέρει, Ευρωπαίοι, να μας ζείτε και να πληρώνετε τα χρέη μας» – και η απάντηση που θα δοθεί ούτε μας συμφέρει ούτε μας αρέσει...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου