Από την Τοσκα στον Τούντα και στον Μπάτη.
Αναδιφώντας στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού φτάνεις
σε μια ιστορική καμπή που η ελλαδική μουσική συναντιέται με αυτήν του ελληνισμού
της Ιωνίας.
Αν εξαιρέσουμε την επίδραση των αμανέδων, που μικρές όμως πληθυσμιακές ομάδες είχαν επηρεάσει, τα ακούσματα,
οι παραδόσεις και οι μουσικές εκφράσεις
των δυο πλευρών του Αιγαίου ήσαν, εν πολλοίς, ταυτόσημες.
Η προφανής ευρωπαϊκή επίδραση των μουσικών προτιμήσεων,
του μεγαλυτέρου μέρους των ακμαζόντων αστικών
κέντρων ένθεν κακείθεν, προσέδιδε την απόλυτη
ταυτότητα στις δυο πλευρές, με αποτέλεσμα η όσμωση να είναι αυτόματη και
η μουσική παράγωγη να συνεχίσει απρόσκοπτα την ανοδική επιτυχή πορεία της.
Η εμφάνιση στην Αθήνα- και κυρίως στον Πειραιά- του μεσοπόλεμου
των καφέ αμάν και του είδους της μουσικής που διακονούσαν απασχόλησε κάποιες λίγες
εκατοντάδες περιθωριακούς τύπους .
Τόσους όσους και στην δεκαετία του εξήντα συντηρούσαν τα
‘’μπουζούκια’’ της εποχής.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, και ενώ αστοί και μικροαστοί εθέλγοντο
εισέτι από τις μεγάλες επιτυχίες του Αττίκ, του Χαιρόπουλου και πληρούσαν τις παραστάσεις
του λυρικού μελοδράματος και της οπερέτας,
κάποια έντυπα και δημοσιογράφοι, απεγνωσμένα, προσπαθούσαν να στρέψουν
το ενδιαφέρον του κόσμου στο περιθώριο.
Με μακροσκελέστατα, επιτόπια, ρεπορτάζ παρουσίαζαν με γαργαλιστικό
τρόπο τις ‘’μαγικές’’ νύχτες στις παράγκες
στις Τζιτζιφιές.
Και μη φανταστείτε ότι επρόκειτο για εφημερίδες της προοδευτικής
διανόησης.
Αντίθετα επρόκειτο για την ‘’Ακρόπολη’’ του Γαβριηλίδη που
μάλλον μέσα από τα ‘’πονηρά’’ ρεπορτάζ προσπαθούσε να ψαρέψει ‘’διψασμένους’’ αναγνώστες.
Τα μαγαζιά αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο από κάκιστες απομιμήσεις
των ευρωπαϊκών καμπαρέ, που στην ταραγμένη προπολεμική περίοδο έπαιξαν καθοριστικό
ρόλο αντιναζιστικής σάτιρας και αυστηρής
κριτικής της αλλοτριωμένης αστικής τάξης.
Αντίθετα στις Τζιτζιφιές οι ξεπεσμένες ντιζέζ μόνο αυτό
δεν είχαν στο μυαλό τους και στο ρεπερτόριο τους.
Το πορτοφόλι των λιγούρηδων θαμώνων ορέγονταν και με εντολή
και του bossy αυτό κοίταζαν
να ξαλαφρώσουν.
Τα ελάχιστα χρήματα, που στοίχιζε στον επιχειρηματία – τύπο
του υποκόσμου- μια τέτοια κομπανία, ήταν το ισχυρό κίνητρο για να στηθεί μια τέτοια
επιχείρηση -και το κέρδος από τους ξέμπαρκους,
καψούρηδες και ‘’πεινασμένους’’ λιμοκοντόρους, που περιδιάβαιναν στις λαϊκές γειτονίες ‘’ χτυπημένοι’’ από το κραχ του ’29,
που είχε αναστατώσει, σαν και σήμερα, τον κόσμο- και όχι βέβαια η προώθηση και
η στήριξη μιας καλλιτεχνικής διαμαρτυρίας όπως παρουσιάστηκε αργότερα.
Κάπως έτσι μπήκαν στην ημετέρα κουλτούρα τα άσματα αυτά
για να γίνουν αργότερα, όλως αιφνιδίως, μπαϊράκι μιας παράδοξης μεταμοντέρνας αριστεράς,
που καμιά σχέση δεν είχε βέβαια με την Αριστερά της αντίστασης, που μόνο τέτοιες
μουσικές προτιμήσεις και καταβολές δεν είχε, επ’ ουδενί.
Πιθανόν να έπαιξε ρόλο και η απαγόρευση κατά την διάρκεια
της Μεταξικής δικτατορίας.
Το χέρι του, πάντως,
σε όλη αυτή την μεταστροφή έβαλε και
o ελληνικός κινηματογράφος που θεώρησε στοιχείο νεορεαλισμού
το μπουζουκομάγαζο.
Ακόμα, όμως, και το γεγονός του αποκλεισμού του μουσικού αυτού
είδους από τα κρατικά ραδιόφωνα και τις επίσημες μουσικές εκπομπές - και της παραχώρησης
πληρωμένου διαφημιστικού χρόνου στις δισκογραφικές εταιρείες που το υπηρετούσαν
- δημιούργησε θεωρίες συνομωσίας υπέρ ενός δήθεν λαϊκού μουσικού ρεύματος που η
αστική τάξη των αφεντικών ήθελε να κρατήσει στην αφάνεια.
Τώρα βέβαια πως συμβιβάζεται η πελατεία των μαγαζιών αυτών
να προέρχεται από αυτήν ακριβώς την τάξη των αφεντικών, διότι οι μεροκαματιάρηδες
δεν μπορούσαν ούτε απ έξω να περάσουν από τα μαγαζιά αυτά, δεν μας τα εξήγησαν ποτέ
οι θεωρητικοί του λαϊκού τραγουδιού.
Αυτή η αριστερά, δυστυχώς, πολλά δεινά συσσώρευσε στον τόπο
με τις αυθαίρετες ερμηνείες, τα χρονικά άλματα, την εγκόλπωση κάποιων ρευμάτων
και την αποκήρυξη άλλων, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια απίστευτη σύγχυση εννοιών
και νοημάτων, έτσι που να πρέπει σήμερα
να επανακαθορίσουμε τι είναι πρόοδος και τι οπισθοδρόμηση.
Αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο άλλου σημειώματος.
Στην μουσική εξέλιξη, λοιπόν, των πραγμάτων στον τόπο μας
το αστικό τραγούδι βρέθηκε ξαφνικά στο στόχαστρο, αναίτια, κάποιων αναρμόδιων
και ανεύθυνων και σε ελάχιστο χρόνο εξαφανίστηκε από την μουσική σκηνή.
Όπως έδιωχνε, παλιά, ο Οικονομίδης όσους ήθελαν να πουν
από την εκπομπή του λαϊκό τραγούδι, έτσι τώρα απέπεμπαν όσους συνέθεταν μια ερωτική
ρομάντζα.
Όταν είδα, στην δεκαετία του ογδόντα, τον Οικονομίδη να παρουσιάζει
στο Green Park την Οπισθοδρομική κομπανία,
κατάλαβα ότι το παιχνίδι ήταν σικέ και πίσω από όλα αυτά δεν υπήρχε κανένα ιδεολογικό
υπόβαθρο, όπως επέμεναν να ρητορεύουν οι αριστεροί των ΒΠ, παρά μόνο η κονόμα,
η αρπαχτή και η εκμετάλλευση της ανάγκης του κόσμου για μια μουσική έκφραση,
που ακόμα την ψάχνει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου