Ο αμερικανός τρομπετίστας Λούις Άρμστρονγκ
Το χαμογελαστό πρόσωπο της τζαζ!
Ο άνθρωπος που έμοιαζε να τραγουδάει «σαν να προσπαθεί κάποιος να πει ένα αστείο μέσα από μια τρομπέτα γεμάτη με χαλίκια» δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.Η χαρισματική προσωπικότητά του και η πρωτοποριακή δουλειά του έμειναν φάροι μουσικής καινοτομίας, την ίδια ώρα που τα άφθονα προσόντα του ξεπεράστηκαν ίσως μόνο από την επιρροή που άσκησε στην τζαζ.
Κι αν σήμερα ο εμβληματικός βιρτουόζος και τραγουδιστής είναι ένας από τους γνωστότερους ερμηνευτές της τζαζ, αυτό ήταν ένα μόνο από τα χαρίσματα του πιονέρου: αστέρας του κινηματογράφου και «επαγγελματίας» σύζυγος, ο «Σάτσμο» -όπως ήταν το παρατσούκλι του- ήταν σαφώς πολλά περισσότερα από τη φωνή του!
Κι αν η ζωή δεν ήταν πάντα ευγενική με την κωμική φιγούρα του Άρμστρονγκ, ο ίδιος μετουσίωσε με το ταμπεραμέντο του στενοχώριες και λύπες σε πειραματικές μουσικές που τις χαιρόμαστε μέχρι και σήμερα, φτιάχνοντας το κέφι των ανθρώπων στα μήκη και τα πλάτη της Γης…
Και όπως το ήθελε και ο ίδιος στο «What a Wonderful World», ο κόσμος είναι πράγματι υπέροχος!
Πρώτα χρόνια
Ο Λούις Ντάνιελ Άρμστρονγκ γεννιέται στις 4 Αυγούστου 1901 στη Νέα Ορλέανη της Λουιζιάνα για να γνωρίσει από νωρίς μια δύσκολη ζωή: ο βιομηχανικός εργάτης πατέρας του παρατά σύντομα τη φαμίλια μετά τη γέννηση του μικρού, αναγκάζοντας τη μητέρα του να στραφεί στην πορνεία για να βγάζει τα προς το ζην.
Η οικονομική ανέχεια αναγκάζει τον Λούις να εγκαταλείψει το σχολείο στο Δημοτικό για να πιάσει δουλειά, κάνοντας κυριολεκτικά τα πάντα: από σκουπιδιάρης μέχρι και αχθοφόρος κάρβουνου. Ο πιτσιρικάς το κάνει όμως με κέφι, τραγουδώντας συνεχώς με την εξαίσια φωνή του!
Την Πρωτοχρονιά του 1912 παίζει με το πιστόλι του πατριού του και όταν εκείνο εκπυρσοκροτεί, ο πιτσιρικάς συλλαμβάνεται και στέλνεται σε σωφρονιστικό σχολείο για έγχρωμους. Παρά την περιπέτεια, εκεί θα εκπαιδευτεί στην τρομπέτα και θα ερωτευτεί μια και καλή τη μουσική.
Κι έτσι, όταν αφήνεται ελεύθερος το 1914, την ώρα που δουλεύει ως εφημεριδοπώλης ονειρεύεται μια καριέρα στη μουσική, αποσπώντας σιγά σιγά τη φήμη του καλού μπλουζίστα. Κάτι που θα τον φέρει στο πλευρό του κορυφαίου τρομπετίστα Joe «King» Oliver, ο οποίος θα τον πάρει υπό την προστασία του και θα λειτουργήσει ως μέντοράς του.
Το 1918, έφηβος ακόμα, παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο, την ιερόδουλη Daisy Parker, και υιοθετεί ένα αγόρι τριών ετών. Αν και η προσωπική του ζωή μαστίζεται από περιστατικά βίας, η φήμη του ως τρομπετίστα μεγαλώνει: την ίδια χρονιά αντικαθιστά τον Oliver στην μπάντα Kid Ory, την πιο δημοφιλή ορχήστρα της Νέας Ορλεάνης, ασχολούμενος πια αποκλειστικά με τη μουσική…
Πρώιμη καριέρα
Το 1922 θα τον βρει στο Σικάγο, μαγεύοντας το κοινό της πόλης με τις ερμηνείες του και γινόμενος αστέρας πρώτου μεγέθους! Κι έτσι το 1923 θα κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία με το «Chimes Blues».
Ο Άρμστρονγκ ενεπλάκη σε θυελλώδη ειδύλλιο με την πιανίστρια της νέας του μπάντας, Lillian Hardin, την οποία παντρεύτηκε το 1924. Η νέα σύζυγος είναι που τον πείθει να ακολουθήσει ταυτοχρόνως με την ορχήστρα του και σόλο καριέρα.
Επόμενος σταθμός, η Νέα Υόρκη, όπου ο Άρμστρονγκ θα παίξει τη μαγική του τρομπέτα σε δεκάδες ηχογραφήσεις και θα δημιουργήσει εμπνευσμένες τζαζ δημιουργίες για μια σειρά θρυλικών μουσικών του είδους. Ο Λούις σκάρωσε τους πρώτους του δίσκους με τη νέα του μπάντα, αν και πλέον ο ίδιος είχε τον πρώτο λόγο: οι «Louis Armstrong and His Hot Five» γίνονται αστέρια και από το 1925-1928 ηχογραφούν περισσότερους από 60 δίσκους, πρώτα με τους Hot Five και αργότερα με τους Hot Seven.
Η δουλειά αυτής της εποχής θεωρείται σήμερα μια από τις πλέον σημαντικές στην τζαζ ιστορία, με τον μεγάλο βιρτουόζο να πειραματίζεται μουσικά και να δημιουργεί αριστουργήματα!
Οι καταιγιστικοί τζαζ ρυθμοί και οι ιδιαίτερα υψηλές νότες γίνονται τα σήματα κατατεθέν του, με τον ίδιο να ξεκινά δειλά δειλά να τραγουδά τις δημιουργίες του και να εξασφαλίζει φήμη ζηλευτή από το κομμάτι του 1926 «Heebie Jeebies».
Επιστρέφοντας στο Σικάγο, που ήταν πια θρύλος, έδρεψε νέους καρπούς, με τα κομμάτια της εποχής να αλλάζουν πράγματι την ιστορίας της τζαζ…
Αστέρας, προσωπικές περιπέτειες και πρωτιές
Μέχρι το 1932 ο Άρμστρονγκ είχε ήδη βρει τη θέση του στο σινεμά και έκανε την πρώτη του τουρνέ στην Αγγλία, με τις ρατσιστικές επιθέσεις των βρετανών κριτικών όχι μόνο να μην τον αποθαρρύνουν, αλλά να τον πεισμώνουν. Κι έτσι επιστρέφει την επόμενη χρονιά στην πανευρωπαϊκή περιοδεία του ως ακόμα μεγαλύτερος αστέρας της μουσικής!
Οι υψηλές νότες του άφησαν όμως το στίγμα τους στη φωνή του, με τον ίδιο να υποχρεώνεται σε διάλειμμα και να ξεκινούν ταυτοχρόνως οι περιπέτειές του με τη Μαφία, μέσα από μια σειρά κωμικοτραγικών γεγονότων. Ο μουσικός μάλιστα αναγκάστηκε να καταφύγει στο πρωτοπαλίκαρο του Αλ Καπόνε, Joe Glaser, για βοήθεια και σύντομα τα μπλεξίματά του με τον υπόκοσμο ήταν παρελθόν.
Τότε, απαλλαγμένος από τις περιπέτειες, θα γράψει μια σειρά αφρο-αμερικανικών πρωτιών: το 1936 έγινε ο πρώτος αφρο-αμερικανός μουσικός που έγραψε την αυτοβιογραφία του («Swing That Music») και την ίδια χρονιά ο πρώτος Αφρο-Αμερικανός που εμφανίστηκε σε μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή («Pennies from Heaven»).
Και βέβαια την επόμενη χρονιά μέτρησε άλλο ένα ρεκόρ ως ο πρώτος έγχρωμος καλλιτέχνης που φιλοξένησε δικό του μουσικό σόου στο ραδιόφωνο…
Ο Άρμστρονγκ συνέχισε να εμφανίζεται στον κινηματογράφο και έγινε θαμώνας του ραδιοφώνου στη μεγάλη εποχή του σουίνγκ, γράφοντας πραγματική Ιστορία ως πρωτεργάτης του μαύρου κινήματος σε μια εποχή που δεν υπήρχε φυσικά κάτι τέτοιο…
Το 1938 πήρε διαζύγιο από τη Lil Hardin για να παντρευτεί την Alpha Smith, με την οποία διατηρούσε κρυφό ερωτικό δεσμό εδώ και μια δεκαετία, αν και ο γάμος τους θα έληγε απρόοπτα το 1942. Την ίδια χρονιά, ο κορυφαίος μουσικός θα παντρευτεί για τέταρτη -και τελευταία- φορά, τη χορεύτρια Lucille Wilson, με την οποία θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του.
Παρά το γεγονός ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’40 η τρέλα με το σουίνγκ είχε παρέλθει, ο ίδιος συνέχισε να δρέπει μουσικούς καρπούς και να ηχογραφεί άλμπουμ σαν τρελός, εκπαιδεύοντας έτσι όλη σχεδόν τη νεότερη γενιά τζαζ μουσικών, για την οποία λειτούργησε ως δάσκαλος και μέντορας!
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η φήμη του εκτοξεύτηκε σε παγκόσμιο επίπεδο, μένοντας πια γνωστός ως «πρέσβης της τζαζ»! Ο Άρμστρονγκ οργώνει τον κόσμο στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 δίνοντας συναυλίες σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Ταυτοχρόνως, μπλέχτηκε ενεργά στο κίνημα για τα δικαιώματα των Αφρο-Αμερικανών που ξέσπασε δειλά δειλά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με την περίφημη δήλωσή του να γίνεται σλόγκαν μιας ολόκληρης εποχής διεκδικήσεων: «Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονται τους ανθρώπους μου στον Νότο με κάνει να πω ότι η κυβέρνηση μπορεί να πάει στον διάολο!». Παρά το γεγονός ότι για χρόνια είχε μείνει σιωπηλός στην καταπίεση των μαύρων, πλέον ο Άρμστρονγκ ήταν ένας από τους τολμηρότερους και γνωστότερους κήρυκες της φυλετικής ισότητας…
Κατοπινή καριέρα και τελευταία χρόνια
Η τρομερή περιοδεία του και το κουραστικό του πρόγραμμα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άφησαν το στίγμα τους στην υγεία του: το 1959 έπαθε έμφραγμα στην Ιταλία, κάτι που δεν τον αποθάρρυνε φυσικά και συνέχισε να εμφανίζεται κάπου 300 νύχτες τον χρόνο στα πρώτα έτη του 1960!
Μνημειώδης στιγμή το 1964, όταν κυκλοφορεί τον νέο του δίσκο «Hello, Dolly!», ο οποίος σκαρφαλώνει στην πρώτη θέση των charts και εκθρονίζει τους Beatles από την κορυφή, μέσα μάλιστα στην τρέλα της Beatlemania! Ταυτοχρόνως, ο ίδιος γνωρίζει νέα δόξα όταν σπάει το άβατο των κομμουνιστικών χωρών με περιοδεία το 1965 στο Ανατολικό Βερολίνο και την Τσεχοσλοβακία!
Και βέβαια το 1967 θα χαρίσει στην ανθρωπότητα την ξακουστή μπαλάντα του «What a Wonderful World», κάτι τελείως διαφορετικό από τις ηχογραφήσεις της εποχής, η οποία σκαρφάλωσε στο Νο 1 των charts του πλανήτη, από την Αγγλία μέχρι και τη Νότια Αφρική…
Το 1968 άρχισαν και πάλι τα προβλήματα με την καρδιά του να καλούν σε πιεστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής του, με τον ίδιο να αποσύρεται από τις ζωντανές εμφανίσεις τον επόμενο χρόνο. Εμφανιζόταν πια σε επιλεγμένες συναυλίες στο Βέγκας, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, με την επιδείνωση της υγείας του να λογίζεται ραγδαία.
Και νέο έμφραγμα θα τον κάνει να σιγήσει δημοσίως μια για πάντα, αν και ο ίδιος δεν έλεγε να το βάλει κάτω: τον Μάιο του 1971 ανακοινώνει περιχαρής νέες εμφανίσεις στις ΗΠΑ, αν και η μοίρα θα είχε τον πρώτο λόγο. Ο κορυφαίος τζαζίστας πέθανε στις 6 Ιουλίου 1971 στο σπίτι του στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, αν και ο μύθος του έμελλε να γιγαντωθεί στα χρόνια που θα έρχονταν…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου