Τα προνοιακά επιδόματα και η κυρία Βάσω.






Με την κυρία Βάσω συγκατοικούμε, σχεδόν δέκα χρόνια, στην ιδία πολυκατοικία στο Παγκράτι σε διπλανά διαμερίσματα.
Είναι μια κυρία γύρω στα ογδόντα.
Ζει με μια σύνταξη χηρείας του ΙΚΑ των πεντακοσίων ευρώ.
Πληρώνει νοίκι 300 ευρώ το μήνα και ζει με τα υπόλοιπα 200.
Πάσχει από ρευματοειδή πολυαρθρίτιδα και τακτικά επισκέπτεται το ΙΚΑ για να παίρνει κάποια φάρμακα που έχει ανάγκη.
Παρόλη την ασθένεια, που την ταλαιπωρεί, είναι μια πάντα γελαστή και ανοιχτόκαρδη γυναίκα.
Από το στόμα της δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιο παράπονο.
Όταν σχολιάζουμε κάποια αρνητικά γεγονότα της επικαιρότητας παίρνει θέση και λέει την άποψη της κλείνοντας όμως πάντα με τον κλασικό επίλογο.
‘’Έχει ο θεός θα το ξεπεράσουμε κι αυτό’’.
Μια ημέρα η γυναίκα μου την ρώτησε αν παίρνει το προνοιακό επίδομα που δικαιούται.
‘’Κόρη μου εγώ πια τα έφαγα τα ψωμιά μου. Αυτά που είναι να πάρω εγώ ας τα δώσουν σε κάποιο νεότερο που θα πιάσουν τόπο και ίσως τα έχει και περισσότερη ανάγκη’’.
‘’Γιατί να μη ζήσετε κι εσείς λίγο πιο άνετα έστω στο τέλος της ζωής σας που λέτε’’. Επέμεινε η γυναίκα μου.
‘’Κοίταξε εγώ έμαθα να ζω με άνεση στο πατρικό μου χωρίς όμως σπατάλες και ακρότητες.
Τότε αυτοί που είχαν, όπως εμείς, δεν προκαλούσαν με τα πλούτη τους.
Αντίθετα προσπαθούσαν να συνδράμουν τους αναγκεμένους.
Έτσι μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία πλήρους αλληλεγγύης.
Αυτοί που είχαν έστω τόσο δα περισσότερο πρόσφεραν σε όσους δεν είχαν.
Με τον άντρα μου ξεκινήσαμε καλά.
Όμως τα πράγματα ήρθαν, μετά, ανάποδα και περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια.
Κάναμε όμως υπομονή κοιτάξαμε να αναστήσουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε τα παιδιά μας και λέγαμε έχει ο θεός θα φτιάξουν τα πράγματα.
Έτσι κι έγινε.
Στην τέταρτη περίπου προσπάθεια του ο άντρας μου συνεργάστηκε με μια ανερχόμενη εταιρεία και σε ελάχιστο χρόνο πήραμε τα πάνω μας.
Είχαμε περάσει πες καλά τα πρώτα πέντε χρόνια, δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ για τα επόμενα δεκαοκτώ και ισορροπήσαμε και πήραμε τα πάνω μας τα τελευταία δέκα μέχρι να κλείσει αρκετά νέος τα μάτια του.
Αφού έφυγε από κοντά μου έμαθα πια να ζω μ αυτή τη σύνταξη που μου έβγαλαν.
Θέλω να σου πω με όλα αυτά πως έμαθα να ζω και με τα πολλά και με τα λίγα και με το καθόλου.
Με είδες ποτέ να χτυπήσω την πόρτα να ζητήσω κάτι;
Δεν είναι από ψωροπερηφάνια είναι από αξιοπρέπεια.
Απ’ όταν έκανα οικογένεια έμαθα να έχω κουμάντο.
Πρώτα πλήρωνα όλους τους λογαριασμούς μου και τις υποχρεώσεις μου και με τα υπόλοιπα ζούσα. Στραβά, κουτσά, ανάποδα, πάντως ζούσα.
Έτσι και τώρα, έμαθα να ζω μ αυτή τη σύνταξη, μάλλον με ότι μένει μετά από το νοίκι.
Με το δικό μου το κουμάντο τα βγάζω πέρα και εμφανίζομαι και αξιοπρεπής σε όλες μου τις κοινωνικές υποχρεώσεις.
Ρούχα έχω, δεν αγοράζω άλλα. Δεν χρειάζομαι αυτοκίνητο ούτε κινητό. Ταξίδια έκανα τόσα που ζω με τις αναμνήσεις τους. Δεν θέλω κάτι περισσότερο.
Να είμαι καλά, για όσα χρόνια μου γράφει ακόμα ο θεός, και να μην ταλαιπωρήσω τα παιδιά μου με αρρώστιες, νοσοκομεία, γιατρούς και τέτοια  βάσανα.
Τι να το κάνω λοιπόν το επίδομα ;
Σκέψου την ταλαιπωρία να τρέχω για να το ζητήσω.
Δεν έχω πια τα κότσια.
Εξάλλου κι αυτά  τα λίγα μου αρκούν.
Γι αυτό σου λέω ας τα δώσουν σε όσους τα έχουν περισσότερη ανάγκη.
Εγώ έκανα το κουμάντο μου, έχω και δυο δεκάρες στην άκρη  για το ξόδι μου να μην βαρύνω τα παιδιά μου.
Καλά είμαι δόξα σοι ο θεός.
Άλλοι υποφέρουν, δεν έχουν να φάνε και σπίτι να μείνουν’’.
Στηρίχτηκε πάνω στο μπαστούνι της.
Σηκώθηκε με δυσκολία από την καρέκλα, μας χαιρέτησε ευγενικά και πήγε σπίτι της, να φάει και να ξαπλώσει, να ξεκουράσει λίγο το ταλαιπωρημένο από τους πόνους της  χρόνιας ασθένειας κορμί της.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο θρυλικός βρετανός κομμωτής Βιντάλ Σασούν