Α πάγαινε μωρή ...
Στη χώρα μας, από την δεκαετία του εβδομήντα και μετά, σημειώθηκε
σημαντική οικονομική βελτίωση
του βιοτικού επιπέδου.
Με αφετηρία την Αθήνα σιγά σιγά και οι υπόλοιπες πόλεις
και τα χωριά αναπτύχθηκαν αποκτώντας όλα αυτά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον
σύγχρονο πολιτισμό μας.
Είναι τα στοιχεία αυτά που περιλαμβάνουν και οι στατιστικές
έρευνες που πραγματοποιούνται για να διαπιστώσουν τον βαθμό οικονομικής ευημερίας
μιας κοινωνίας.
Η άνοδος, όμως, του βιοτικού επιπέδου δεν συνοδεύτηκε. δυστυχώς,
στα μέρη μας και από την αντίστοιχη άνοδο του μορφωτικού, πνευματικού και ποιοτικού
τοιούτου.
Έτσι πολύ συχνά συναντούμαι φαινόμενα σουσουδισμού,
καρακιτσαριού, κατινισμού και άλλες ανάρμοστες συμπεριφορές που, δυστυχώς επαναλαμβάνω,
υποπίπτει μεγάλο μέρος των συμπατριωτών μας.
Κυκλοφορεί ευρέως μια υφέρπουσα απρέπεια, τέτοια, που, όσοι μεγαλώσαμε
στην Αθήνα του πενήντα, δεν την συναντούσες στις μικρές ήσυχες γειτονίες της.
Τότε οι δρόμοι ήσαν χωμάτινοι και από τις ταράτσες όλων
των, πολύ διώροφων, σπιτιών αντικρίζαμε από παντού τον Παρθενώνα.
Το καλοκαίρι περνούσαν τα βυτία του Δήμου και κατάβρεχαν τους
χωματόδρομους για να κάθεται η σκόνη.
Στους δρόμους αυτούς ήταν το βασίλειο των παιδιών που παίζαμε
όλη την ημέρα ανέμελα.
Τα πιο μεγάλα παιδιά της γειτονιάς ήσαν a priori υπεύθυνα
και υπόλογα για την ασφάλεια και την προστασία όλης της μαρίδας .
Οι γονείς μας εμπιστεύονταν στους μεγαλύτερους και αυτοί σεβόντουσαν
και τηρούσαν απαρέγκλιτα αυτήν την σχέση.
Αγόρια, κορίτσια παίζαμε, τρέχαμε, φωνάζαμε, τσακωνόμαστε, σαν
παιδιά, αλλά ποτέ δεν είχα ακούσει καμιά από αυτές τις λέξεις, που σήμερα με μεγάλη
ευκολία εκστομίζονται και από παιδιά προσχολικής ακόμα ηλικίας.
Ούτε και στις επιθεωρήσεις του Άλσους που, ας πούμε, ομοίαζαν
προς την σημερινή TV, ούτε στον εμπορικό κινηματογράφο των ΣΠΕΝΤΖΟΥ, ΦΙΝΟΥ και
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, που υποκαταστάθηκε
από την τηλοψία ακουγόντουσαν απρεπείς φράσεις.
Το σύστημα όλο διαταράχθηκε από την αυγή του εβδομήντα
και από την εισβολή εκατοντάδων χιλιάδων επαρχιωτών, οικονομικών μεταναστών, που ενέσκηψαν
ως άλλη μάστιγα του θεού.
Οι μέχρι τότε μετακινήσεις πληθυσμού ήσαν μικρής κλίμακας
και οι λιγοστοί επαρχιώτες συν τω χρόνω αφομοιωνόντουσαν και αποκτούσαν τις ανάλογες
αστικές συνήθειες.
Η δυσανάλογη αύξηση του βιοτικού επιπέδου της Αθήνας, τότε,
έκανε πολλούς επαρχιώτες να σκεφτούν κατά χιλιάδες να μετοικήσουν.
Η τεράστια ανοικοδόμηση, οι αναρίθμητες βιοτεχνίες, τα πολλά
εργοστάσια και οι εταιρείες
αποτελούσαν, αναμφισβήτητα, πόλο έλξης και εξασφάλιζαν στους νεοφερμένους καλό μεροκάματο, πιο εύκολη ζωή και αστικές ανέσεις
που δεν μπορούσαν να γευτούν στην υποβαθμισμένη ελληνική ύπαιθρο.
Η χρονική συγκυρία, όμως, ήταν τέτοια και το πλήθος των μεταναστών
τόσο μεγάλο που όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν, όπως οι άλλοι επαρχιώτες
των προηγουμένων δεκαετιών, αλλά και κατά κάποιο τρόπο επέβαλαν με τον όγκο τους
και την ορμή τους την παρουσία τους συνοδευόμενη και από ανάρμοστες, για την πόλη,
συνήθειες και συμπεριφορές.
Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι δεν προέκυψε ανάγκη να φτιαχτεί
ένα νέο Ηρώδειο ή μια δεύτερη λυρική σκηνή για να φιλοξενήσουν τους νεοφερμένους.
Όμως ξεφύτρωσαν σκυλάδικα στην εθνική και drive in στα προάστια.
Οι ‘’καλλιτέχνες’’ που γνώριζαν από πρώτο χέρι τα γούστα τους,
από τις τουρνέ στην επαρχία, προσάρμοσαν αμέσως το πρόγραμμα τους κι έτσι μας πρόεκυψαν
οι διάφοροι Πάριοι, Νταλάρες, Αλεξίου που υποκατέστησαν την Γιοβάννα, την Γιαννακοπούλου,
την Φυτούση, τον Παπά, ή την Φαραντούρη.
Όσο γέμιζαν τα πορτοφόλια των επαρχιωτών τόσο μεγάλωνε η πνευματική
μας φτώχεια.
Ο Στάθης Ψάλτης είχε υποσκελίσει τον Δημήτρη Χορν και
η Νατάσσα Γερασιμίδου, την Κατίνα Παξινού.
Όταν έπεσε η Χούντα γίναμε, βέβαια, όλοι αντιστασιακοί και αναβαπτιστήκαμε στην κολυμβήθρα της λήθης, της συναδέλφωσης και της ανεξιντοπίας.
Γι’ αυτό, τώρα, αν δείτε στο τιμόνι μιας απαστράπτουσας BMW κάποιον ευτραφή εξηνταφεύγα με καδένα
να φωνάζει στην εξ απεναντίας εποχουμένη με το CAYENNE.
« Α πάγαινε μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο. »
Κι αυτή να του απαντά.
« Άντε γ…σου ρε μα…κα.»
Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα το θεωρήσετε σαν την πιο φυσιολογική ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ δυο συμπολιτών,
που μοιράζονται τον ίδιο δρόμο, στην πόλη μας, που όμως δεν μας ανήκει πια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου