Καστροπολιτεία Ουζντίνας: Στον χάρτη των επισκέψιμων μνημείων της Ηπείρου
Ο εξαιρετικής σπουδαιότητας οχυρωμένος οικισμός της Οσδίνης, περισσότερο γνωστός ως Ουζντίνα, που βρίσκεται νότια του χωριού Πέντε Εκκλησιές στη Θεσπρωτία, παραδίδεται σήμερα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, ως «Αρχαιολογικό Πάρκο Βυζαντινού - Μεταβυζαντινού Οικισμού Ουζντίνας».
Η έρημη καστροπολιτεία της Ουζντίνας, που είναι κτισμένη σε λόφο πάνω στην έξοδο του φαραγγιού του ποταμού Καλαμά, συντηρήθηκε, αναδείχτηκε και αποτελεί παράδειγμα διαχρονικού οικισμού, καθώς διασώζει αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από την κλασική-ελληνιστική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ο οικισμός της είναι πυκνοδομημένος, με στενά δρομάκια επικοινωνίας και λιθόστρωτα καλντερίμια.
Ο οικισμός της Ουζντίνας
Ο οχυρωμένος οικισμός της Οσδίνης ή
Παλιοσδίνης ή Παλιοχώρας, σήμερα περισσότερο γνωστός ως Ουζντίνα,
βρίσκεται νότια του σημερινού χωριού Πέντε Εκκλησιές της Περιφερειακής
Ενότητας Θεσπρωτίας. Η ονομασία, κατά μία άποψη, προέρχεται από το
παλαιοσλαβικό ozdbna, που σημαίνει καμίνι για την αποξήρανση
δημητριακών.
Σήμερα, το τοπωνύμιο, σε διάφορες
εκδοχές, συναντάται και εκτός ελλαδικού χώρου (Uzdin στη Σερβία, Oyzdino
στην ΠΓΔΜ). Κτισμένη σε λόφο ανατολικά του ποταμού Καλαμά, η Ουζντίνα
αποτελεί παράδειγμα διαχρονικού οικισμού, καθώς διασώζει αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα από την κλασική-ελληνιστική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ο Ν.
Hammond ταυτίζει την ταυτίζει με την Οφτίνη των αρχαίων πηγών και
αναφέρει ότι ίσως φιλοξένησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα την έδρα της
επισκοπής Φωτικής.
Άνθιση του οικισμού πιθανολογείται στους
βυζαντινούς χρόνους, ενώ περισσότερο βεβαιωμένη είναι η ανάπτυξη του
οικισμού κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και κυρίως τα πρώτα χρόνια της
τουρκοκρατίας.
Την περίοδο αυτή οικοδομούνται αρκετοί
ναοί, από τους οποίους οι σημαντικότεροι χρονολογούνται στα μέσα του
16ου αι. και στις αρχές του 17ου αιώνα. Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα η
Οσδίνη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε για άγνωστο λόγο.
Ναοί Ουζντίνας
Κατά την παράδοση, στον οικισμό της
Ουζντίνας υπήρχαν δέκα ναοί. Σήμερα εντοπίζονται οκτώ ναοί και μία σκήτη
από τους οποίους σε καλή κατάσταση διατήρησης είναι αυτοί της Κοίμησης
της Θεοτόκου, των Ταξιαρχών, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Δημητρίου
και του Προφήτη Ηλία, ενώ οι ναοί του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Νικολάου
και του Αγίου Γεωργίου σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης.
Οι δύο επιβλητικοί ναοί (Ταξιαρχών,
Κοίμησης Θεοτόκου) που βρίσκονται στο κέντρο του οικισμού,
χρονολογούνται στον 16ο και 17ο αιώνα αντίστοιχα. Εσωτερικά είναι
κατάγραφοι με τοιχογραφίες που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ζωγραφικής
του 17ου αιώνα.
Η ζωγραφική του ναού της Κοίμησης φέρει
επιδράσεις από τη Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδας και παρουσιάζει
στοιχεία επαφών με τα περίφημα εργαστήρια από το Λινοτόπι της Καστοριάς.
Αντίστοιχα, η τέχνη των τοιχογραφιών του
ναού των Ταξιαρχών στηρίζεται κυρίως στην εικονογραφική παράδοση της
Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας, ενώ παρουσιάζει έμμεσες επιρροές από
το καλλιτεχνικό ρεύμα της Κρητικής Σχολής και της ζωγραφικής του
Μακεδονικού χώρου.
Οχύρωση
Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα πυκνοδομημένο οικισμό αφήνοντας στενά δρομάκια επικοινωνίας με λιθόστρωτα καλντερίμια.
Τα σπίτια, κτισμένα με ξερολιθιά, είναι
πολυδώματα και πολλά από αυτά διώροφα. Ισχυρός οχυρωματικός περίβολος
περιμέτρου 450μ. περικλείει τον οικισμό από την ανατολική, τη βόρεια και
τη νότια πλευρά.
Τη δυτική πλευρά καλύπτει φυσικός
βράχος. Η οχύρωση αντιστοιχεί σε τουλάχιστον τρεις περιόδους:
Κλασική-ελληνιστική φάση, 1η βυζαντινή και 2η βυζαντινή φάση.
Στο ψηλότερο σημείο του λόφου, στη
βόρεια πλευρά του οικισμού, σώζεται η πιθανολογούμενη ακρόπολη. Στο
σημείο αυτό υπήρχε η κύρια πύλη του αρχαίου οικισμού, η οποία ενισχύθηκε
με ισχυρό πύργο κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου