Αποκαθίσταται ο νότιος προμαχώνας της Ηετιώνειας Πύλης στον Πειραιά
Το ΚΑΣ έδωσε το «πράσινο φως» σε σχετικές μελέτες
«Το μνημείο ήταν σε κατάσταση ετοιμορροπίας, κινδύνευε να
εξαφανιστεί», αναφέρθηκε από τους ειδικούς κατά τη συνεδρίαση του
Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το οποίο γνωμοδότησε υπέρ της
αρχιτεκτονικής μελέτης και της μελέτης συντήρησης δομικού υλικού, που
φιλοδοξούν να το αναδείξουν, αφού το στήσουν ξανά «στα πόδια του».
Η πρώτη μελέτη που παρουσιάστηκε και εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Κοσμά Σκαρή, για λογαριασμό της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων, προχώρησε στην πλήρη και ακριβή αποτύπωση του μνημείου, καταδεικνύοντας τα σημεία που πάσχουν, αλλά και τον τρόπο θεραπείας τους. Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση αφορά την αποσυναρμολόγηση του μνημείου ως τον δεύτερο δόμο (ο οποίος και διατηρείται), ενώ από πάνω θα επανατοποθετηθεί το αρχαίο υλικό, αφού συγκολληθεί με προσθήκη νέου, όπου είναι απαραίτητο, με προσπάθεια να διατηρηθεί ο λίθος της γωνίας που σώζεται. Επίσης υπάρχει πρόβλεψη για την προστασία του από πλημμυρικά φαινόμενα και από τα όμβρια ύδατα.
Η δεύτερη μελέτη που παρουσιάστηκε από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων, προβλέπει τη συντήρηση των 40 αποσυναρμολογημένων δομικών υλικών, τα οποία μετά τις επεμβάσεις που απαιτούνται (π.χ. αφαίρεση νεότερων επεμβάσεων, καθαρισμοί και συγκολλήσεις) θα επανατοποθετηθούν, χαρίζοντας στο μνημείο μέρος της αρχαίας του λάμψης. Επίσης, οι κατώτατοι δόμοι που έχουν αποκαλυφθεί στο πλαίσιο των εργασιών, θα καταχωθούν μέσω κατασκευής οπλισμένης γης, ενώ περιοδικός έλεγχος θα εξασφαλίζει την κατάσταση διατήρησης του μνημείου και την αντιμετώπιση τυχόν φθορών.
Ο νότιος προμαχώνας ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της οχύρωσης του Πειραιά, που ξεκίνησε τον 5ο αιώνα π. Χ. ως ένα φιλόδοξο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή, με στόχο να κάνει την Αθήνα θαλασσοκράτειρα, μετατρέποντας το λιμάνι σε ένα τεράστιο φρούριο, η τείχιση του οποίου είχε περίμετρο περίπου 60 στάδια. Στο μνημείο διακρίνονται τέσσερις φάσεις, μεταξύ των οποίων η θεμιστόκλεια, η κονώνεια (αρχές 4ου αι. π. Χ.) και η Μακεδονική (3ος αι. π. Χ.). Όπως ειπώθηκε στο Συμβούλιο, η αξία της ηετιώνειας οχύρωσης, έγκειται μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι μπορεί κανείς να «διαβάσει» πάνω της την εξέλιξη της οχυρωματικής τέχνης, όπως αυτή εξελίχθηκε για να αντιμετωπίσει τις νέες πολιορκητικές τεχνικές.
Το έργο χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια Αττικής και την Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά.
Η πρώτη μελέτη που παρουσιάστηκε και εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Κοσμά Σκαρή, για λογαριασμό της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων, προχώρησε στην πλήρη και ακριβή αποτύπωση του μνημείου, καταδεικνύοντας τα σημεία που πάσχουν, αλλά και τον τρόπο θεραπείας τους. Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση αφορά την αποσυναρμολόγηση του μνημείου ως τον δεύτερο δόμο (ο οποίος και διατηρείται), ενώ από πάνω θα επανατοποθετηθεί το αρχαίο υλικό, αφού συγκολληθεί με προσθήκη νέου, όπου είναι απαραίτητο, με προσπάθεια να διατηρηθεί ο λίθος της γωνίας που σώζεται. Επίσης υπάρχει πρόβλεψη για την προστασία του από πλημμυρικά φαινόμενα και από τα όμβρια ύδατα.
Η δεύτερη μελέτη που παρουσιάστηκε από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων, προβλέπει τη συντήρηση των 40 αποσυναρμολογημένων δομικών υλικών, τα οποία μετά τις επεμβάσεις που απαιτούνται (π.χ. αφαίρεση νεότερων επεμβάσεων, καθαρισμοί και συγκολλήσεις) θα επανατοποθετηθούν, χαρίζοντας στο μνημείο μέρος της αρχαίας του λάμψης. Επίσης, οι κατώτατοι δόμοι που έχουν αποκαλυφθεί στο πλαίσιο των εργασιών, θα καταχωθούν μέσω κατασκευής οπλισμένης γης, ενώ περιοδικός έλεγχος θα εξασφαλίζει την κατάσταση διατήρησης του μνημείου και την αντιμετώπιση τυχόν φθορών.
Ο νότιος προμαχώνας ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της οχύρωσης του Πειραιά, που ξεκίνησε τον 5ο αιώνα π. Χ. ως ένα φιλόδοξο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή, με στόχο να κάνει την Αθήνα θαλασσοκράτειρα, μετατρέποντας το λιμάνι σε ένα τεράστιο φρούριο, η τείχιση του οποίου είχε περίμετρο περίπου 60 στάδια. Στο μνημείο διακρίνονται τέσσερις φάσεις, μεταξύ των οποίων η θεμιστόκλεια, η κονώνεια (αρχές 4ου αι. π. Χ.) και η Μακεδονική (3ος αι. π. Χ.). Όπως ειπώθηκε στο Συμβούλιο, η αξία της ηετιώνειας οχύρωσης, έγκειται μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι μπορεί κανείς να «διαβάσει» πάνω της την εξέλιξη της οχυρωματικής τέχνης, όπως αυτή εξελίχθηκε για να αντιμετωπίσει τις νέες πολιορκητικές τεχνικές.
Το έργο χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια Αττικής και την Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου