Νίκος Παναγιωτόπουλος: O αριστοκράτης - φαρσέρ του ελληνικού σινεμά

Από τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», το 1978, ώς την πρόσφατη «Κόρη του Ρέμπραντ» ο σκηνοθέτης, ο οποίος πέθανε χθες από καρδιακή ανακοπή, συμφιλίωσε το κοινό με την ιδέα ενός μαζικού κινηματογράφου που μπορεί να πειραματίζεται

                      
«Και μια που γέμισε ο κόσμος επαναστάτες, ας μιλήσουμε και για την επανάσταση! Επαναστάτης στον κινηματογράφο είναι εκείνος που επαναστατικοποιεί τον κινηματογράφο και όχι εκείνος που βάζει την επανάσταση σε εικόνες! Οσο για τους πραγματικούς επαναστάτες, εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω κανέναν να κρύβεται πίσω από μια κινηματογραφική μηχανή!»

Τέτοιες δηλώσεις έκανε, με αφορμή τα περίφημα «Χρώματα της Ιριδος» ο Νίκος Παναγιωτόπουλος το 1974 (τις «δανείστηκα» από ένα δημοσίευμα του περιοδικού «Φιλμ»). Χρόνια μεταπολιτευτικά, εντόνως φορτισμένα που, με τη σειρά τους, άφησαν ένα σοβαροφανές στίγμα στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Αναπόφευκτα, η τότε κριτική επιτέθηκε σε αυτή την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους για τη φαινομενικά α-πολιτική της στάση, ίσως επειδή στην αυθάδεια του σκηνοθέτη της διαισθάνθηκε μια νέα απειλή.

Σήμερα, ούτε που μπορώ να φανταστώ ποια θα ήταν η «κληρονομιά» του περιβόητου ΝΕΚ δίχως τη δική του συνεισφορά. Εστω κι αν ο ίδιος ουδέποτε αισθάνθηκε κομμάτι ενός κάποιου ρεύματος. Καμιά άλλη ελληνική ταινία, άλλωστε, δεν μοιάζει με τις δικές του.
 
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, μεγάλος σκηνοθέτης και εξίσου μεγάλος ατακαδόρος, που έφυγε χθες πάνω στα γυρίσματα της νέας του ταινίας από ανακοπή καρδιάς, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1941, σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα και στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη (συχνά στο πλευρό του Απόστολου Τεγόπουλου, μάστορα του ελληνικού μελό) για να αφήσει την Ελλάδα το 1960.

Στο Παρίσι γυρίζει τα πρώτα του διαφημιστικά φιλμ, μαζί με μια σειρά ταινιών μικρού μήκους (με προεξέχον το «Cine Love» του 1971) για να επιστρέψει στη γενέτειρά του το 1972. Από εκεί ξεκινάει η κινηματογραφική του περιπέτεια που αριθμεί 17 ταινίες μεγάλου μήκους, μπόλικες διακρίσεις (τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό), σκαμπανεβάσματα, απογοητεύσεις, μα και μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Α, και εκπλήξεις. Το σινεμά του Παναγιωτόπουλου, βλέπετε, δεν διέφερε από το χιούμορ του, ένα χιούμορ βαθύ όσο και ανατρεπτικό που έμοιαζε να σου την έχει διαρκώς στημένη.

Η ΩΡΑ ΤΩΝ «ΤΕΜΠΕΛΗΔΩΝ». Το 1978, στη δεύτερη μόλις δουλειά του, στήνει, βασισμένος σε βιβλίο του Γαλλοαιγύπτιου Αλμπέρ Κοσερί, μια εξαίσια ιστορία: μια μεγαλοαστική οικογένεια ζει σε μια διαρκή κατάσταση οκνηρίας, ώσπου ένα από τα μέλη της βρίσκει τυχαία ένα βιβλίο με την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης και αποφασίζει να αποδράσει και να εργαστεί.

Οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» το 1978 πετυχαίνουν το ακατόρθωτο: ολοκληρώνονται δίχως υποστήριξη («Και μόνο την παρουσία ενός τέτοιου σεναρίου μέσα στο Κέντρο Κινηματογράφου τη θεωρούμε θρασύτατη πρόκληση» τον ενημερώνουν), διαγράφουν αξιοσημείωτη πορεία στο εξωτερικό (Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, Β' Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγου και τα βραβεία καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, σκηνογραφίας και μοντάζ στη Θεσσαλονίκη - μαζί με το βραβείο των Ελλήνων Κριτικών) και ταυτόχρονα σπάνε τα ταμεία ξεπερνώντας  τα 120.000 εισιτήρια σε καιρούς μάλλον δύσκολους για το ελληνικό σινεμά. Παραμένουν μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία - και για πολλούς, το αριστούργημά του.

Σχεδόν πεισματάρικα και αντιδραστικά, ο Παναγιωτόπουλος θα επιστρέψει με το γριφώδες, μεταμοντέρνο και ασπρόμαυρο «Μελόδραμα;» το 1981, ένα αποδομημένο ρομάντζο (με άλλα λόγια, ένας στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο) που αποτυγχάνει στα ταμεία - αν και αποτελεί την αγαπημένη παναγιωτοπουλική ταινία του γράφοντoς. Εδώ και η πρώτη συνεργασία του με τον ηθοποιό Λευτέρη Βογιατζή, με τον οποίο θα συνεργαστεί ξανά σε άλλα πέντε φιλμ.

Θα ακολουθήσουν τίτλοι όπως το «Βαριετέ» του 1984 (με τους Βαγγέλη Γερμανό, Ολια Λαζαρίδου, Νικήτα Τσακίρογλου, Μίμη Χρυσομάλλη και Λευτέρη Βογιατζή), «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα» το 1988 (με Μυρτώ Παράσχη και Γιάννη Μπέζο) και πέντε χρόνια μετά, ένα ακόμα διαμάντι, το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», με τους Βογιατζή, Χατζησάββα, Καραζήση και Λιβαθινό. Ούτε αυτό όμως βρίσκει το κοινό του.

ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ. Με τις επόμενες ταινίες του, ο Παναγιωτόπουλος δείχνει αποφασισμένος να επιστρέψει στο εμπορικό προσκήνιο, δίχως να νερώσει το κρασί του. Το 1997 μεταφέρει τον «Εργένη» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στη μεγάλη οθόνη, αγκαζάροντας τους Στράτο Τζώρτζογλου, Ακη Σακελλαρίου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Λήδα Ματσάγγου - η τελευταία καταφεύγει στα δικαστήρια ζητώντας να αφαιρεθούν οι γυμνές σκηνές της, ντόρος που μάλλον ωφέλησε το φιλμ: τα 65.000 εισιτήρια του το καταμαρτυρούν.

Το «Αυτή η νύχτα μένει» όμως, που ο σκηνοθέτης θα γυρίσει το 2000, θα είναι η ταινία που το κοινό θα αγκαλιάσει όσο καμιά άλλη. Η βάση, ένα μυθιστόρημα του Θάνου Αλεξανδρή: η ερωτική ιστορία ενός νεαρού και μιας τραγουδίστριας που φεύγει για τα σκυλάδικα της επαρχίας.

Ο Παναγιωτόπουλος μοιάζει - παραδόξως - να βρίσκεται στο στοιχείο του. Αγνωστοι ακόμα, οι Νίκος Κουρής και Αθηνά Μαξίμου δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Η ατμόσφαιρα, ρεαλιστική και ταυτόχρονα ονειρική. Και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη (με τον οποίο θα ξεκινήσει μια μόνιμη συνεργασία), ήδη κλασικά. Θα ήταν το τελευταίο μεγάλο σουξέ του Παναγιωτόπουλου στα ταμεία καθώς ο σκηνοθέτης θα επιμείνει αντιδραστικά.

Το «Beautiful people» (2001), ριμέικ της «Περιφρόνησης» του Γκοντάρ και το νουάρ «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» (2002) ακολουθούν ενώ το 2004 τα διεθνή Φεστιβάλ ανοίγουν ξανά τις πόρτες τους για το σπουδαίο «Delivery» (με Θάνο Σαμαρά, Αλεξία Καλτσίκη και Ερρίκο Λίτση) που περιλαμβάνεται στα επίσημα προγράμματα της Βενετίας και του Τορόντο, μια λοξή ματιά στη Αθήνα των αστέγων, των μεταναστών, των ξεχασμένων και από τον ίδιο τον Θεό, σε ένα φιλμ έντονα στυφό.

Οι επόμενες ταινίες του (το μιούζικαλ «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» το 2006, το road movie «Αθήνα - Κωνσταντινούπολη», με τη φοβερή σεκάνς των ΜΑΤ-χορευτών, το 2008, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», το 2010, οι γυρισμένοι ψηφιακά «Δεσμοί αίματος» το 2012 και η «Λιμουζίνα» το 2013) ούτε προσθέτουν αλλά ούτε και αποθαρρύνουν το σταθερό πλέον κοινό του, ενώ με το τελευταίο του φιλμ («Η κόρη του Ρέμπραντ», το 2015) υπέγραψε μια φάρσα της οποίας το τελικό πλάνο είναι αυτό ενός μεσήλικου που δέχεται μια τούρτα στο πρόσωπο: είναι ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος.

Το 2014 συναντηθήκαμε, ύστερα από χρόνια, σε ένα συνέδριο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας. «Τα είχα μαζί σου, αλλά σε συγχωρώ» μου είπε χαμογελαστά, αναφερόμενος σε παλαιότερη κριτική μου για τη «Λιμουζίνα» και μια εβδομάδα μετά, στη Δράμα, πηγαινοερχόμασταν από το ξενοδοχείο στο Φεστιβάλ με το αυτοκίνητό του.

Οι κουβέντες κατά τη διάρκεια της διαδρομής, αξέχαστες. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του κουβεντιάζαμε για την ταινία που ετοιμαζόταν να γυρίσει. «Θα είναι τόσο σκοτεινή!» μου είπε με χαμόγελο μικρού παιδιού. Και συνέχισε ακάθεκτος: «Εμείς οι γέροι είμαστε οι μόνοι τρελοί αυτού του κόσμου, γιατί δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε! Συνομιλούμε με τον θάνατο αδιάκοπα, αδιαφορούμε για το μέλλον - εσείς οι νέοι πάλι το λατρεύετε!».

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ. Τελευταία φορά τον είδα στην πρεμιέρα της «Κόρης», στο κατάμεστο Ιντεάλ, όπου και με γράπωσε όταν διαπίστωσε πως ήμουν ένας από τους όρθιους, προσφέροντάς μου μια θέση στους «επισήμους» - δεν μπόρεσα να του πω όχι. «Δεν είναι κανονική ταινία, δεν έχω μάθει να κάνω κανονικές ταινίες και για να σας πω την αλήθεια με πλήττουν αφόρητα» έλεγε στο μικρόφωνο. Μετά την προβολή με πλησίασε και μου είπε με νόημα, πριν με αποχαιρετήσει: «Ολο το βρίζω το κοινό, αλλά τελικά αποζητώ κι εγώ την αγάπη του». Πίσω από το χιούμορ ένιωσα την αγωνία για την επιτυχία μιας ταινίας που έμελλε να είναι η τελευταία του.


Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί αύριο Πέμπτη στις 14.00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια για να αναπληρωθούν οι 1 εκατ. χαμένες θέσεις εργασίας

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο