Ο «Αμερικανός Ντα Βίντσι» Σάμιουελ Μορς


                  Ο «Αμερικανός Ντα Βίντσι» Σάμιουελ Μορς

Ο ζωγράφος που εφηύρε τον τηλέγραφο αλλά και τον ομώνυμο κώδικα σημάτων!


«Τι κατόρθωσε ο Θεός!», αυτή ήταν η εναρκτήρια φράση με την οποία παρουσίασε το 1844 ο σπουδαίος αμερικανός ζωγράφος την εφεύρεσή του που ερχόταν ολοταχώς να αλλάξει τον κόσμο.

Από αίθουσα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, ο Μορς έστειλε το βιβλικό του μήνυμα (φράση από την Παλαιά Διαθήκη) στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βαλτιμόρης με τη γνώριμη σήμερα κωδικοποίηση του Κώδικα Μορς, αν και τότε ήταν απλά ακατάληπτες τελείες και παύλες!

Εφευρίσκοντας τον ηλεκτρομαγνητικό τηλέγραφο αλλά και το ιδιαίτερο αλφάβητό του, ο Μορς έφερε τον κόσμο πιο κοντά από ποτέ, κάνοντας τον πλανήτη ένα παγκόσμιο χωριό, όσο επέτρεπαν βέβαια οι καιροί. Κάτι που την ίδια ακριβώς στιγμή αποκρυστάλλωσε τη φήμη του στα ιστορικά κιτάπια της ανθρωπότητας ως ένας από τους πλέον πετυχημένους εφευρέτες του 19ου αιώνα.

Ο ίδιος ήταν βέβαια ζωγράφος πορτρέτων, αν και ο τηλέγραφος έμελλε να του κλέψει όλη την καλλιτεχνική δόξα. Αυτή όμως τη διπλή του φύση, ως εικαστικός και εφευρέτης δηλαδή, ήταν που θα σφράγιζε τον χαρακτηρισμό του ως «Αμερικανός Λεονάρντο», καθώς έμοιαζε με αναγεννησιακό πανεπιστήμονα.

Ο διαχρονικός Κώδικας Μορς συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε διάφορες εφαρμογές της ραδιοεπικοινωνίας, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς την προσφορά του μεγάλου αυτού άντρα…

Πρώτα χρόνια


                                  

Ο Σάμιουελ Φίνλεϊ Μορς γεννιέται στις 27 Απριλίου 1791 στη Μασαχουσέτη ως ένας από τους τρεις γιους καλβινιστή πάστορα αλλά και γεωγράφου. Το νεαρό αγόρι μεγαλώνει μέσα στις ανέσεις της ανώτερης αστικής τάξης και απολαμβάνει όσα όλα μπορεί να του δώσει η Αμερική.

Γιος αξιοσέβαστου ιερέα και ακαδημαϊκού, ο Σάμιουελ φοιτεί σε ιδιωτικά σχολεία και αργότερα θα βρεθεί στις τάξεις του φημισμένου Πανεπιστημίου Γέιλ, όπου και θα συγχρωτιστεί με μια σειρά από τα πλέον φωτισμένα πνεύματα των ΗΠΑ. Εκεί θα μάθει μαθηματικά αλλά και θρησκειολογία, αν και η κλίση του στο σχέδιο είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της.



Κι έτσι το 1811 παίρνει το καράβι για την Αγγλία, με σκοπό να σπουδάσει ζωγραφική στην περίφημη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, του καλλιτεχνικού και εμπορικού κέντρου του δυτικού κόσμου κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο Μορς μαγεύτηκε από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της βρετανικής μητρόπολης και βρήκε τον εαυτό του. Ζωγράφιζε ασταμάτητα, περνούσε ώρες ατελείωτες στο Βρετανικό Μουσείο αντιγράφοντας τα έργα των μεγάλων δασκάλων και κέρδιζε συνεχώς εικαστικά βραβεία για το δικό του έργο!

Οι δάσκαλοί του στη σχολή καλών τεχνών τον επαινούσαν για την τεχνική του αρτιότητα, αν και ο ίδιος έβρισκε πάντα χρόνο για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και την πολιτική, πιάνοντας προοδευτικά φιλία με μια σειρά από κορυφαίες προσωπικότητες της Βρετανίας, όπως ο κύκλος των ρομαντικών ποιητών…

Γνωστός ζωγράφος



Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ άρον-άρον για τον Αμερικανο-Βρετανικό Πόλεμο του 1812, ο Μορς βρήκε όχι μόνο μια καλή ευκαιρία για καριέρα στη ζωγραφική, αλλά και τη σύζυγό του, τη Lucretia Pickering Walker (παντρεύτηκαν το 1818). Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1820, ο Μορς θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους και πολλά υποσχόμενους πορτρετίστες των ΗΠΑ!



Το 1823 μετακόμισε με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά στη Νέα Υόρκη στήνοντας εκεί το στούντιό του. Την ώρα που οι πίνακές του είχαν όμως μεγάλη απήχηση, οι πωλήσεις των έργων του μόνο εύκολες δεν ήταν.



Το 1825 κέρδισε μάλιστα την πολυπόθητη ανάθεση για το πορτρέτο του γάλλου αριστοκράτη, μαρκήσιου ντε Λαφαγιέτ, για τον θρίαμβό του επί αμερικανικού εδάφους. Για τη μοιραία συνάντηση της Ουάσιγκτον έστειλε μάλιστα γράμμα στη σύζυγό του στη Νέα Υόρκη, αν και δεν γνώριζε ότι η πολυαγαπημένη του σύντροφος είχε φύγει από τη ζωή μόλις την προηγούμενη μέρα, λίγες μόνο εβδομάδες αφότου έδωσε ζωή στο τρίτο του παιδί. Οι επικοινωνίες ήταν τόσο δύσκολες και αργές που μέχρι να πληροφορηθεί την είδηση για τον θάνατό της, η εκλιπούσα ήταν ήδη κάτω από το χώμα.



Και ήταν αυτό ακριβώς το τραγικό γεγονός που θα τον πείσμωνε, δίνοντας του το κίνητρο για την ανάπτυξη ενός αποδοτικότερου και γρηγορότερου μέσου επικοινωνίας που θα έμενε αργότερα γνωστό ως τηλεγράφημα…

Η σπίθα της έμπνευσης


Μέχρι τη δεκαετία του 1830, ο Μορς φλέρταρε πια ανοιχτά με την ιδέα της αποστολής σημάτων με τη βοήθεια του ηλεκτρομαγνητισμού. Σε ταξίδι του στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας είχε δει από κοντά το γαλλικό σύστημα Semaphore, έναν πρώιμο τρόπο επικοινωνίας στο εσωτερικό της χώρας μέσω σημάτων σε συγκεκριμένους σταθμούς.



Ο Μορς σχολίασε ότι «αυτό δεν είναι αρκετά γρήγορο για τις ΗΠΑ» και ότι «ο ηλεκτρισμός θα μας εξυπηρετούσε καλύτερα». Στο τρένο και το καράβι της επιστροφής, αρχίζει λοιπόν να σχεδιάζει στο σημειωματάριό του μια μέθοδο για την αποστολή ηλεκτρικών παλμών μέσω σύρματος, την ίδια στιγμή που σκιαγραφεί και το γενικό περίγραμμα του κώδικά του, το αλφάβητο με τις τελείες και τις παύλες δηλαδή που θα του έδινε τη δυνατότητα να μετατρέπει τα γραπτά μηνύματα σε ηλεκτρονικά σήματα.

Οι περιπέτειες του τηλέγραφου



Ο Μορς δεν σημείωσε σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη της πειραματικής συσκευής του μέχρι το 1837, όταν κυκλοφόρησε η είδηση για έναν Γάλλο που ανακοίνωσε μεγαλόστομα ότι είχε ολοκληρώσει μια μέθοδο για την αποστολή ηλεκτρικών σημάτων σε μεγάλη απόσταση. Παρά το γεγονός ότι το γαλλικό σύστημα διέφερε καθοριστικά από αυτό που είχε ο Μορς στο μυαλό του, η ανακάλυψη τον ανάγκασε να αυξήσει ρυθμούς, καθώς έμαθε πια ότι πολλοί ακόμα αναζητούσαν έναν νέο τρόπο αποδοτικότερης και γρηγορότερης επικοινωνίας.



Τον Οκτώβριο του 1837, ο Μορς στέλνει ένα υπόμνημα της συσκευής του στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ, περιγράφοντας τη βασική της λειτουργία και ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να στείλει αίτηση για την κατοχύρωση της πατέντας σύντομα. Πλέον το είχε ρίξει στη φυσική και μελετούσε το φαινόμενο του ηλεκτρομαγνητισμού μέρα και νύχτα, παίρνοντας τις συμβουλές πολλών ακαδημαϊκών και γνωστών φυσικών επιστημόνων της Αμερικής.



Τεχνικές συμβουλές πήρε επίσης από τους μελλοντικούς συνεργάτες του Leonard Gale και Alfred Vail, απ’ όπου έμαθε πώς μπορούσε να αυξήσει το ρεύμα στο τηλεγραφικό σύρμα μεγαλώνοντας απλώς τα βολτ της μπαταρίας. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1837, η τριανδρία ήταν έτοιμη για την παρθενική επίδειξη της συσκευής της: ο Μορς καταφέρνει να μεταδώσει μήνυμα σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων (η επίδειξη έγινε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το σύρμα είχε τυλιχθεί στις αίθουσες του ιδρύματος).



Τόσο η δημόσια απόδειξη ότι η συσκευή του δούλευε όσο και η κάλυψη της επίδειξης από τον νεοϋορκέζικο Τύπο πυροδότησαν έναν πρωτοφανή πόλεμο από ανταγωνιστές εφευρέτες, κάνοντας τον Μορς να παρατηρήσει πικρόχολα: «Πολλοί είναι έτοιμοι να κλέψουν το βραβείο, ή τουλάχιστον να διεκδικήσουν μερίδιο, με το που επιβεβαιωθεί η επιτυχία μιας εφεύρεσης»…

Επιτυχία



Η επόμενη επταετία της ζωής του Μορς κυριαρχείται κατά κράτος από τον τηλέγραφο, κάτι που έκανε τον δημοφιλή και πολυπαινεμένο χρωστήρα του να στεγνώσει. Πλέον περνούσε τον καιρό του στο εργαστήριο τελειοποιώντας την εφεύρεσή του και επιδεικνύοντάς τη στον κόσμο, αναζητούσε συνεχώς χρηματοδότηση για την τελική της ανάπτυξη και επιχειρηματολογούσε κόντρα στον σκεπτικισμό τόσο για τη λειτουργικότητα όσο και την ανάγκη του τηλέγραφου. Ταυτοχρόνως, ήταν πλέον μέλος του διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

Παρά το γεγονός ότι δύο Βρετανοί τον κέρδισαν στην κούρσα του τηλέγραφου κατά 8 ημέρες(!), ο Μορς κατάφερε να πατεντάρει την εφεύρεσή του μέχρι το 1840. Επιπλέον, το δικό του σύστημα δούλευε πάντα στις επιδείξεις, εκτός από την ντροπιαστική φορά που τα καράβια έκοψαν κατά λάθος τα τηλεγραφικά σύρματα στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης(!), κάτι που του έδινε το πάνω χέρι στον αγώνα δρόμου που είχε εν τω μεταξύ ξεσπάσει με πρωτοφανή δριμύτητα.



Και βέβαια ήταν το βαρύ όνομά του, το οικογενειακό του πλαίσιο αλλά και οι διασυνδέσεις του με την οικονομική και πολιτική ελίτ των ΗΠΑ που του εξασφάλιζαν τις καλύτερες κριτικές στον Τύπο. Από τις υψηλόβαθμες επαφές του στην αμερικανική κυβέρνηση, ο Μορς κατάφερε να πείσει το Κογκρέσο το 1843 να χρηματοδοτήσει με 30.000 δολάρια την τηλεγραφική διασύνδεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Βαλτιμόρης, δήθεν για να διευκολυνθούν τα καθήκοντα του ταχυδρομείου. Οι κριτικές άρχισαν να πέφτουν βροχή και πολλοί οσμίστηκαν άρωμα σκανδάλου στην υπόθεση!



Ο διευθυντής του ταχυδρομείου που επέβλεπε τις εργασίες διασύνδεσης έβαλε έναν λακέ του να παρακολουθεί κατά πόδας τον «τρελό ζωγράφο»! Ο Μορς είχε τώρα να τα βάλει με αδίστακτους εργολάβους αλλά και τη γνώριμη γραφειοκρατία, την ίδια στιγμή που το Κογκρέσο φάνηκε να υπαναχωρεί. Ο εφευρέτης πρότεινε τότε στην πολιτειακή ηγεσία των ΗΠΑ την οικονομικότερη λύση των υπέργειων τηλεγραφικών στύλων (αντί των υπόγειων καλωδίων του αρχικού σχεδιασμού), για να περισώσει τη χρηματοδότησή του.



Έπειτα από ασύλληπτες πραγματικά περιπέτειες, η τηλεγραφική γραμμή για τη Βαλτιμόρη ήταν τώρα γεγονός! Στις 24 Μαΐου 1844, μπροστά σε ένα κοινό από αξιωματούχους του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, ο Μορς έστειλε και έλαβε κατόπιν από το γραφείο της Βαλτιμόρης το πρώτο επίσημο μήνυμα του τηλέγραφου: «Τι κατόρθωσε ο Θεός»!

Αντίκτυπος και τελευταία χρόνια



Για τον Μορς, ο τηλέγραφος αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι και του έφερε ισάριθμες χαρές και λύπες. Κι αυτό γιατί μπορεί μεν να έκανε περιουσία πουλώντας τα δικαιώματα χρήσης της συσκευής του στις εταιρίες που έφτιαξαν τελικά τις τηλεγραφικές συνδέσεις της Αμερικής, πλέον σερνόταν όμως στα δικαστήρια από τόσους και τόσους διεκδικητές της πατέντας.

Στις δικαστικές αίθουσες θα περνούσε πλέον τον χρόνο του προσπαθώντας να περιφρουρήσει την εφεύρεσή του από τα αρπακτικά χέρια πολλών. Μεταξύ αυτών και ο πρώην συνεργάτης του και γερουσιαστής Fogg Smith, ο οποίος διέθετε εξουσία και διασυνδέσεις ικανές να φέρουν τα πάνω-κάτω στην υπόθεση της πατρότητας του τηλέγραφου.



Κι αυτό γιατί μπορεί ο Μορς να κατέθεσε προκαταρκτική αίτηση κατοχύρωσης του τηλέγραφου ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1837, η πατέντα παρέμενε ωστόσο χωρίς τελική κρίση μέχρι το 1843, όταν και έλαβε ο εφευρέτης την κυβερνητική επιχορήγηση για την πειραματική μέθοδό του. Ο ίδιος σκόπευε να πουλήσει την πατέντα του τηλέγραφου στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της χώρας του (έναντι 100.000 δολαρίων), τόσο όμως οι ιδιώτες επιτήδειοι όσο και η έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς Κογκρέσου ματαίωσαν τα σχέδιά του.



Όταν το 1854 το Ανώτατο Δικαστήριο τον δικαίωσε για την υπόθεση της πατρότητας του τηλέγραφου, ο Μορς πούλησε αηδιασμένος από τις περιπέτειες τα δικαιώματα σε ιδιώτη και απόλαυσε πλέον μια ζωή πλούτου και δόξας. Τώρα περνούσε τον χρόνο του δωρίζοντας ποσά σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, την ίδια στιγμή που προσπάθησε να ξαναβρεί τη ζωγραφική του φόρμα.



Αφού κατέβηκε υποψήφιος στις εκλογές και έχασε, βοήθησε καθοριστικά στην ίδρυση του φημισμένου σήμερα Vassar College (1861), πριν γίνει πρόεδρος της Εθνικής Ακαδημίας Σχεδίου των ΗΠΑ, την οποία επίσης συνίδρυσε.

Αν και οι επικριτές του δεν τον άφησαν να απολαύσει τα τελευταία του χρόνια όπως ονειρευόταν, καθώς συχνά-πυκνά όλο και κάποιος θα έβγαινε να ισχυριστεί ότι ο Μορς του είχε κλέψει την εφεύρεση ή αντέγραψε τέλος πάντων την ιδέα του.



Από το 1848 ήταν στο πλευρό της δεύτερης συζύγου του, Sarah Elizabeth Griswold, με την οποία απέκτησε άλλα 4 παιδιά. Ο Σάμιουελ Μορς άφησε την τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη στις 2 Απριλίου 1872, προλαβαίνοντας να δει τον τρόπο που άλλαξε την οικουμένη ο τηλέγραφός του.

Μετά τον θάνατό του όμως η φήμη του ως εφευρέτης του τηλέγραφου πέρασε στην αφάνεια, καθώς το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο του έκλεβαν πια όλη τη δόξα. Τώρα ήταν γνωστός ως ένας από τους κορυφαίους αμερικανούς πορτρετίστες του 19ου αιώνα…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια για να αναπληρωθούν οι 1 εκατ. χαμένες θέσεις εργασίας

Ο δημιουργός του «Πίτερ Παν» Τζέιμς Μπάρι

Ο αδάμαστος αρχηγός των Απάτσι, Τζερόνιμο