Αντί για άλλο ξόδι.
Ορφανό είναι από σήμερα το ελληνικό θέατρο καθώς νωρίς το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 68 ετών ο μεγάλος θεατρικός σκηνοθέτης και ηθοποιός Λευτέρης Βογιατζής.
Μεγάλος δάσκαλος, μέντορας πολλών μεγάλων Ελλήνων ηθοποιών, οι οποίοι μιλώντας για αυτόν τον χαρακτήριζαν από τη μια πλευρά αξιαγάπητο, από την άλλη δύσκολο και απαιτητικό. Αλλά και ασυμβίβαστο.
Καταξιωμένος καλλιτέχνης με 35ή θητεία στο ελληνικό θέατρο, ο Λευτέρης Βογιατζής διέθετε ένα από τα πλουσιότερα και πιο ζηλευτά βιογραφικά στο χώρο του.
Γεννημένος το 1945 στην Αθήνα, σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ στη συνέχεια «μετανάστευσε» στη Βιέννη, όπου παρακολούθησε για δύο χρόνια το «Ράινχαρτ Σεμινάρ». Επιστρέφοντας στην Αθήνα συνέχισε τις θεατρικές σπουδές του στη σχολή του Μιχαηλίδη.
«Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια, από σύμβαση. Κλειστός, εσωστρεφής. Ήταν σαν να είχα ένα σύννεφο μπροστά μου. Είχα ανάγκη να διαλυθεί. Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο κατάλαβα ότι η μεγαλύτερη ευκολία είναι η ιδιάζουσα σκηνική συμπεριφορά, γιατί αρέσει. Πρέπει όμως να είναι μεγάλου βεληνεκούς ο καλλιτέχνης για να είναι το ιδιάζον, κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Καλύτερα λοιπόν να το σβήσεις, να αρχίσεις από την αρχή και να προσπαθήσεις να είσαι κανονικός. Μεγάλη λέξη. Τι είναι το κανονικός; Ξέρω 'γω; Κανονικός. Αυτό», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή.
Το 1973 κάνει την παρθενική του εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο «Κυριακάτικος Πείιπατος» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη. Πρώτος του ρόλος, αυτός της «Γιαγιάς».
Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, αλλά και με την Ελλη Λαμπέτη, παίζοντας ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου. Μερικοί από αυτούς είναι οι ακόλουθοι:
- του «Αλφρεντ» στις «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης»,
- της «Λυσιστράτης» στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη,
- του «Ευρυπίδη» στους Βατράχους,
- αλλά και του «Ταρτούφου» στο ομώνυμο έργο του Μολιέρου.
- «Η Σπασμένη στάμνα», του Χ. φον Κλάιστ, σε συσκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, όπου παίζει τον «Δικαστή Αδάμ»,
- Οι Αγροίκοι, του Κάρλο Γκολντόνι (παίζει το ρόλο του Λουνάρντο),
- «Συμφορά από το πολύ μυαλό», του Α. Γκριμπογιέντοφ (παίζει το ρόλο του Φάμουσοφ),
- «Σε φιλώ στη μούρη...», σύγχρονο ελληνικό έργο του Γιώργου Διαλεγμένου (όπου παίζει τον Μήτσο)
Ενα χρόνο αργότερα, το 1988 ιδρύει τη «Νέα Σκηνή», μέσω της οποίας και με τη συμμετοχή των νέων ηθοποιών παρουσιάζει συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο. Συγκεκριμένα, σκηνοθέτησε και ανέβασε τις εξής παραστάσεις:
- Θείος Βάνιας, του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας),1989,
- Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ (Φος), 1991 (για πρώτη φορά στην Ελλάδα).
Η ίδρυση της σχολής αυτής αποτελεί την πρώτη του ουσιαστική ενασχόληση με το αρχαίο δράμα, με το οποίο ασχολήθηκε συστηματικά μέχρι πρόσφατα.
Το 1992 σκηνοθετεί την Αντιγόνη του Σοφοκλή, ενώ στη συνέχεια την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος, του Γεώργιου Χορτάτζη, στην οποία συμμέτεχουν οι μαθητές του.
Επόμενα χτυπήματα του Λευτέρη Βογιατζή το 1995 και το 1996, όταν ανεβάζει
- τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά, «Με δύναμη από την Κηφισιά»
- και τον «Μισάνθρωπο», του Μολιέρου, 1996, αντίστοιχα. Στο τελευταίο έργο παίζει και ο ίδιος. Σε αυτό το έργο κρατά το ρόλο του «Αλσέστ».
Αλλος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του το 1998 όταν σκηνοθετεί την παράσταση «Η νύχτα της κουκουβάγιας» του Γιώργου Διαλεγμένου (κρατά και τον ρόλο του «Ιωάνα»), παράσταση για την οποία τιμήθηκε διπλά, τόσο με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης», και το βραβείο Κάρολου Κουν, βραβείο που απονέμει η Ενωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών.
Ακολούθως, σκηνοθετεί τους Πέρσες του Αισχύλου το 199 για το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο της Επιδαύρου, το 200 σκηνοθετεί και παίζει στο έργο του Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά (Ντέβλιν), το 2001ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, (Cleansed) «Καθαροί πια», μια μεγάλη επιτυχία, όπου παίζει τον «Τίνκερ». Το 2003, το καινούριο νεοελληνικό έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σ' εσάς που με ακούτε», παίζοντας τον Χανς. Την ίδια χρονιά ανεβάζει την παράσταση της Σάρα Κέην Crave, «Λαχταρώ», στην οποία έπαιξε τον «Α».Το 2004, ανεβάζει Μολιέρο, «Το Σχολείο των γυναικών», όπου έπαιξε τον «Αρνόλφος».
Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε (Ίων) σ' ένα ακόμα καινούριο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το «Bella Venezia», έργο για το οποίο΄ απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρουκαι Μουσικής, Κάρολος Κουν.
Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ.
Η Αντιγόνη έχει προσκληθεί στα φεστιβάλ Festwochen της Βιέννης, Les nuits de la Fourviere, της Λυών και το Festival d' Automne στο Παρίσι. Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανέβασε και έπαιξε στην Ήμερη, του Φ. Ντοστογιέφσκι.
Στον κινηματογράφο συμμετέχει σχεδόν αποκλειστικά στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μία μεγάλη φιλία («Τα οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη», «Beautiful people», «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», «Βαριετέ», «Μελόδραμα»).
Η τελευταία του παράσταση...
Με το χέρι στην καρδιά και βαθιά συγκινημένος, ο Λευτέρης Βογιατζής υποκλίθηκε τον Αύγουστο- μπροστά στο όρθιο κοινό της Επιδαύρου που χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, θέρμη και ευγνωμοσύνη έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο- μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού «Αμφιτρύωνα», που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε.
Η πρεμιέρα που δεν έγινε
Τον Απρίλιο θα επανερχόταν στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου αλλά λόγω αδιαθεσίας του ηθοποιού ακυρώθηκαν οι παραστάσεις.
«Τα έργα που κάνω είναι σαν να μην έχουν τελειώσει»
«Λειτουργεί μια περίεργη συμμαχία κάθε φορά, γίνεται μια αλληλεπίδραση. Ο συγγραφέας σε κάνει να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου και μετά περπατάς πάνω στα δικά σου χνάρια, τα οποία όπως παραδέχθηκες χάρη σ΄ αυτόν. Τα έργα που κάνω είναι σαν να έχουν τελειώσει. Δεν έχω και καλή μνήμη» είχε δηλώσει στο παρελθόν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα».
«Δεν υπάρχει τελειομανία. Η τελειομανία είναι κάτι στείρο...Η λεπτομέρεια είναι η ραχοκοκαλιά. Χωρίς τη λεπτομέρεια, το επίκεντρο, η βάση, δεν αποκτά φως. Το ένα είναι βοηθός του άλλου. Κάποτε μπορεί να έλεγα ασχολούμαι με λεπτομέρειες και χάνω την ουσία. Δεν υπάρχει αυτό. Σημασία έχει ο τρόπος που ασχολείσαι με ό,τι ασχολείσαι. Και όχι μια γενική εντύπωση του τι είναι σωστό και τι είναι καλό. Αυτά δεν ισχύουν στη δημιουργία ούτε στη διδασκαλία. Κάνουν κακό. Τα παιδιά συνηθίζουν σε μια ομαδοποίηση και όχι στην ατομικότητα. Κι εννοώ την ατομικότητα που δεν διαθέτει την έπαρση του "εγώ είμαι και κανείς άλλος δεν είναι". Αντιθέτως. Δεν πρέπει να τονίζεται, αλλά να γίνεται. Και για να γίνει, θέλει ταλέντο...», προσθέτει στην ίδια συνέντευξη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου