H απαξίωση της ιδιωτικής οικονομίας και η διατήρηση του πελατειακού κράτους
Το ποτό της εξουσίας είναι γλυκό, η κατάχρησή του επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Καλά, είναι βέβαιον ότι η πορεία των Συριζανέλ το διασκεδάζει όντας στην εξουσία και, φυσικά, δεν σκοπεύει να την εγκαταλείψει οσονούπω. Το ποτό της εξουσίας είναι γλυκό, ασχέτως αν η κατάχρησή του μπορεί να επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις.
Υπό αυτή την έννοια, οι κυβερνητικοί εγκέφαλοι αδυνατούν να καταλάβουν ότι, αν δεν απελευθερώσουν την οικονομία, όπως τούς λένε οι εταίροι-δανειστές μας, τελικά δεν θα «έχουν μία» για να πληρώνουν το πελατειακό τους κράτος; Ένας φιλόσοφος τύπου Μπαλτά δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό; Ο Παν. Σκουρλέτης δεν αναρωτιέται πού θα βρει λεφτά να πληρώνει σωφέρ και λιμουζίνες, αν δεν φροντίσει να πάρουν τα πάνω τους οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις; Απαιτείται Νόμπελ Οικονομίας για να καταλάβει κανείς τα αυτονόητα στην χώρα μας;
Πρέπει να στήνονται γελοίες παραστάσεις με κοριούς και άλλα παρόμοια για να πάρουμε χαμπάρι ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις το πλοίο πάει για φούντο;
Είτε αυτό το καταλαβαίνουν κάποιοι είτε όχι, από τον περασμένο Ιούλιο η ελληνική οικονομία βρίσκεται, λόγω κεφαλαιακών ελέγχων, με το ένα πόδι εκτός ευρωζώνης. Η δε συμμετοχή της στην τελευταία στηρίζεται στον γενναιόδωρο δανεισμό των εταίρων μας και στην επιτήρησή τους. Από την άλλη πλευρά, όλα δείχνουν ότι το 2016 θα κλείσει χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και με άνοδο κατά 700 εκατ. ευρώ των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού, οι οποίες θα φθάσουν τα 49 δισεκατομμύρια ευρώ –έναντι 48,4 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2015. Την ίδια στιγμή μαθαίνουμε ότι κάπου 200 φορείς του Δημοσίου βρίσκονται ακόμα εκτός ελέγχου και εικάζεται ότι, μέσω αυτών, κυκλοφορούν περί τα 2 με 3 δισεκατομμύρια ευρώ –ποσό ιδιαιτέρως σημαντικό για μία οικονομία που βρίσκεται σε κρίση χρέους.
Από τα παραπάνω δεδομένα γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε νέες φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, τις οποίες είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να καλύψουν οι φορολογούμενοι. Ως γνωστόν, οι τελευταίοι έχουν φθάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους και εφεξής κάθε επιβάρυνσή τους είναι αμφίβολο αν θα μεταφράζεται σε πραγματικά έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό. Ήδη δε, τα χρέη προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία βρίσκονται στα ύψη και οι όποιες νέες επιβαρύνσεις θα τα πάνε ακόμα πιο πάνω.
Παρόλα αυτά, όπως προκύπτει από τις τελευταίες συζητήσεις που είχαν οι αρμόδιοι για την οικονομία υπουργοί με εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αυτό που ενδιαφέρει άμεσα την κυβέρνηση είναι να εισπράξει νέα δανεικά από τους δανειστές, αποφεύγοντας τις όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν στις παραγωγικές δομές της οικονομίας.
Είναι προφανές ότι το μόνο μέλημα που έχει η κυβέρνηση Συριζανέλ είναι να διατηρήσει αλώβητο το κράτος, χωρίς να υπολογίζει ότι η συνέχιση του κλίματος υφέσεως και αποεπενδύσεως τελικά θα αφαιρέσει κάθε δυνατότητα αντλήσεως εσόδων από τα φορολογικά υποκείμενα.
Η κατάσταση, όμως, από την άποψη αυτή, παίρνει δραματική μορφή. Την εβδομάδα που πέρασε, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργος Προβόπουλος, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) κ. Ευάγγελος Καλούσης, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων κ. Αθαν. Κεφάλας και ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ) καθηγητής κ. Νίκος Βέττας, με δημόσιες παρεμβάσεις τους, τόνισαν με ιδιαίτερη έμφαση ότι το επίπεδο των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι τέτοιο ώστε, αντί να ανανεώνεται ο παραγωγικός ιστός της χώρας, αντιθέτως να απαξιώνεται. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα χάνει πόντους σε ανταγωνιστικότητα –εξέλιξη η οποία πλήττει τις όποιες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για την τόνωση της εξωστρέφειας.
Ακόμα χειρότερα, η ιδιωτική πρωτοβουλία –που είναι σήμερα και η μοναδική σανίδα σωτηρίας που έχει απομείνει στην χώρα– υπονομεύεται συνεχώς από την κρατική γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα ενέργειες που σε άλλες χώρες απαιτούν έναν ή δύο μήνες για να διεκπεραιωθούν, εδώ μπορεί να φθάσουν ακόμα και τα τρία χρόνια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεταλλευτικού ομίλου «Ελληνικοί Λευκόλιθοι», που για την άδεια λειτουργίας του στην χώρα μας απαιτήθηκαν τρία χρόνια, ενώ στην γειτονική Τουρκία δύο μήνες!
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αισθάνονται με την πλάτη στον τοίχο και ενεργούν περισσότερο με πνεύμα αυτοσυντηρήσεως παρά βελτιώσεως και επεκτάσεως των δραστηριοτήτων τους. Κατά συνέπεια, όσο η αποεπένδυση θα βαθαίνει, τόσο θα αυξάνονται η ανεργία και η υποαπασχόληση. Επίσης, το πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο θα εγκαταλείπει την χώρα μας, η γήρανση του πληθυσμού της οποίας κατέχει τα πρωτεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μπορεί η κυβέρνηση να θέλει να εξυπηρετήσει και να διατηρήσει το πελατειακό κράτος, όμως ας καταλάβει ότι για τον σκοπό αυτόν χρειάζονται και πόροι, οι οποίοι μόνον από ιδιώτες μπορούν να προκύψουν. Έτσι απλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου